Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Τα τσόφλια

Ο συμπεθεροφτιάχτης (προξενητής) είναι άνθρωπος συμπαθητικός, καλόκαρδος, έξυπνος, έντιμος, χαρούμενος, αισιόδοξος, επίμονος, καταφερτζής, επινοητικός, έχει το χάρισμα της πειθούς, της εχεμύθειας, της εμπιστοσύνης, είναι άνθρωπος σεβαστικός, είναι άνθρωπος της μπέσας.
Ήταν και είναι άνθρωπος χρήσιμος, σχεδόν απαραίτητος, αν όχι αναγκαίος, μερικές φορές για να παντρευτούν δύο νέοι, το κορίτσι και το αγόρι.

Οι συμπεθεροφτιάχτες (προξενητές) είναι οι άνθρωποι που έκαναν την πρώτη συζήτηση και έριχναν την πρώτη ιδέα και έκαναν την πρώτη κουβέντα, είτε από την πλευρά του κοριτσιού, είτε από την πλευρά του αγοριού, για να έλθουν σε συνεννόηση, να ειδωθούν οι νέοι να συζητήσουν, εάν αρέσει ο ένας στον άλλον, εάν ξυπνά ανάμεσά τους η ερωτική διάθεση, έλξη και υπό κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις να σμίξουν οι δύο νέοι άνθρωποι, για να στήσουν μια νέα οικογένεια, ένα νέο καλό νοικοκυριό.
Ήταν και είναι χρήσιμοι, λιγότερο ή περισσότερο, στην κοινωνία των ανθρώπων ανάλογα με τις συνθήκες ζωής, τις ηθικές και οικονομικές δομές της κοινωνίας.
Ήταν και είναι, θα λέγαμε σήμερα, οι κοινωνικοί διαμεσολαβητές του γάμου.
Προσπαθούσαν να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι στην κρίση τους και στην διαπραγμάτευσή τους, αλλά, συνήθως, χωρίς να αδικούν υπέρμετρα, υποστηρίζουν το μέρος από το οποίο τους έδιναν την εντολή, συγκατάθεση να αρχίσει την συζήτηση του προξενιού.
Προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον αδύνατο, τον φτωχό και συνήθως, αδύνατος και φτωχός την παλαιότερη εποχή ήταν η οικογένεια που είχε πολλά κορίτσια, [τσούπες] και ήταν υποχρεωμένη η οικογένεια να δώσει προίκα, που δεν είχε και αδυνατούσε να δώσει.
Αν η οικογένεια ήταν φτωχή και δεν είχε την τόση προίκα, που συνήθως καθοριζόταν από την τοπική κοινωνία, τότε ο άνθρωπος αυτός είχε πολύ δουλειά, εξυμνούσε ίσως και υπέρμετρα τα χαρίσματα του κοριτσιού.
Έλεγε στο γαμπρό και στην συγγένεια του, ότι είναι όμορφη, πανέμορφη, φιλότιμη, εργατική, τίμια, σεβαστική.
Θα αγαπάει την πεθερά, τον πεθερό, με προθυμία, φιλότιμο, χαμόγελο και με την γλυκιά κουβέντα στο στόμα.
Θα προσφέρει χωρίς βαρυγκομιά, το ποτήρι το νερό, στον παππού και στη γιαγιά και στα πεθερικά της, όταν χρειαστεί, που να μη χρειαστεί.
Θα τους κρατάει στην χούφτα της, είναι ψυχόπονη, ψυχούλα, όση προίκα της λείπει και δεν έχει και υπολείπεται, την έχει επάνω της, σε ψυχικά και σωματικά χαρίσματα.
Δεν της χρειάζεται περισσότερη προίκα, την έχει προικίσει ο Θεός με περίσσιες χάρες, τι να την κάνει;
Αυτή ήταν πολλές φορές η τελευταία φράση, για να συγκινήσει και να πείσει τον γαμπρό και την οικογένειά του να γίνει το συμπεθεριό.
Ο συμπεθεροφτιάχτης γινόταν πολλές φορές και πιεστικός χωρίς να είναι κακός και προσβλητικός.

Ήταν εξαιρετικά, εφευρετικός.
Κάποτε πριν από πολλά χρόνια, όταν στην Γορτυνία υπήρχε κόσμος και η οικονομική, πολιτιστική, οικονομική ζωή ήταν σε ακμή, σε ένα από τα φτωχά χωριά της ζούσε μια πολυμελής οικογένεια.
Είχε εφτά κορίτσια [τσούπες] και ένα παιδί [το αγόρι] το μικρότερο.

Ο πατέρας δούλευε την «ασημότεχνη», δηλαδή τη μαστοριά, τεχνίτης, κτίστης. Δούλευαν όλοι τους και καλλιεργούσαν τα λίγα χωραφάκια που είχαν και έβοσκαν τα λίγα γιδοπρόβατα και όλοι βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές, όλη η οικογένεια δούλευε, ο καθένας με την δύναμη του και πρόκοβαν.
Παντρεύτηκε η μεγαλύτερη η πρώτη κοπέλα [τσούπα] και αρραβωνιάστηκε η δεύτερη.
Της ετοίμαζαν την προίκα και τα προικιά για να την παντρέψουν. Είχαν κανονίσει και την ημερομηνία του γάμου, σε αυτή την περίσταση.
Να και η άλλη τσούπα, συμπάθησε ένα όμορφο, γεροδεμένο νεαρό αγόρι, χωρίς να του έχει μιλήσει ποτέ για αυτή της την συμπάθεια, ότι μέσα της είχε ξυπνήσει το κάτι τις, χτύπαγε η καρδούλα της, τον ποθούσε η ψυχή της, δίσταζε να του το ειπεί και να εκμυστηρευτεί την αγάπη της.
Οι κοινωνικές δομές και η οικογενειακή κατάσταση δεν το επέτρεπαν, από μόνη της βουρλιζόταν, βαλαντωνόταν ο νους της και ώρες ώρες μαράζωνε το προσωπάκι της. Την πλησίασε η θεία της, η αδελφή της μάνας της, που και αυτή ήξερε, από τέτοια, τη ρώτησε και αυτή της άνοιξε την καρδιά της, της είπε ότι αγαπάει και επιθυμεί για άντρα της τον νεαρό και ότι σε κάθε βήμα της, η σκιά του είναι μπροστά της.
Η θεία την κατάλαβε, την συμμερίστηκε, την πόνεσε η καρδιά της, τα ίδια και απαράλλακτα, τράβηξε και αυτή στα νιάτα της και είπε, με πόνο μέσα της:
“ Tης νιότης τα καμώματα, πώς να σταματήσεις ; …….’’.
Η θεία χωρίς να χάσει καιρό, το είπε μυστικά στην αδελφή της και μάνα του κοριτσιού, [της τσούπας]. Η μάνα της τσούπας ίδρωσε, κρύος ιδρώτας, έλουσε ολόκληρο το κορμί της με την σκέψη και το φόβο μήπως το κορίτσι ξεγελάστηκε και δεν είναι να βγουν στην κοινωνία και τι να κάνουν, μπορούσαν να ετοιμάσουν στα γρήγορα δύο προίκες και προικιά;

Πώς; Πώς; Φτωχοί άνθρωποι είμαστε αδελφούλα μου, αυτή την συμφορά, δεν την περίμενα να την ακούσω…… Η αδελφή της αμέσως την καθησύχασε, από τους φόβους της και με γέλια της είπε:
«Tι να κάνουμε αδελφή η τσούπα μου έμοιασε και βγήκε ερωτιάρα, αλλά ξύπνια».
Και αμέσως της είπε ποιος είναι ο νεαρός, της άρεσε, και είπε μακάρι, μακάρι, αλλά τώρα εμείς αδελφούλα μου, δεν είμαστε για τέτοια, τα ξέρεις μη στα λέω……
Μη στενοχωριέσαι αδελφή, «όπου είναι πολλές παντρεύονται σαν τις μηλιές».
Όλα θα τα φέρει ο Θεός καλά.

Μετά από αυτό αμέσως η οικογένεια νοιάστηκε, κατάλαβαν ότι, η φύση προχωρά με τους δικούς της νόμους και όχι με την οικονομική δυνατότητα, ή τις οικονομικές ανάγκες του κάθε ενός.
Η φύση κάνει την δουλειά της, εκπληρώνει και φροντίζει για τις δικές της ανάγκες την ανάγκη της δημιουργίας. Το ένοιωσαν για τα καλά, ότι και για την άλλη τσούπα, [το κορίτσι], ήρθε ο καιρός του, η ώρα του, να παντρευτεί και αυτό.
Την κουβέντιασε με κατανόηση η αρραβωνιασμένη αδελφή και της φανέρωσε ποιός είναι ο νεαρός που τον θέλει η καρδιά της, έδωσε καλή γνώμη για την επιλογή της και την διαβεβαίωσε ότι, δεν έχουν ούτε ανταλλάξει από κοντά ούτε χαιρετισμό και ησύχασε και ηρέμησε η αδελφή και όλη η οικογένεια.
Ήταν αδιανόητο η κοπέλα την εποχή εκείνη να εκμυστηρευτεί την συμπάθειά της. Ο νεαρός εξέφραζε με διάφορους τρόπους το ενδιαφέρον του και τα αισθήματα του για μια κοπέλα.
Το κορίτσι η [τσούπα] από μακριά, με κινήσεις του μαντιλιού, της τσεμπέρας, η με κινήσεις στα βασιλικά της, στις μαντζουράνες της και στις γλάστρες της, έδειχνε την συμπάθεια και το ενδιαφέρον της για τον νεαρό και αυτός με το φτιάξιμο των μαλλιών του, της χωρίστρας και με το καθρεφτάκι έστελνε στην κοπέλα από μακριά την πρώτη αχτίδα ελπίδας, αγάπης, συμπάθειας, ενδιαφέροντος, αχτίδα έρωτος, αντανάκλασης της χρυσής αχτίνας του ήλιου, που ξεσηκώνει και ξυπνά τις κρυφές, αρχέγονες χαρές.
Μετά από όλα αυτά και τις διαβεβαιώσεις, άρχισαν να σκέπτονται την περίπτωση, κουβέντιαζαν μυστικά μεταξύ τους, ερώτησαν και πήραν την γνώμη του παππού και της γιαγιάς.

Όλοι μαζί το βρήκαν ότι, θα ήταν καλό να γίνει αυτό. Αλλά…. Πώς; Πώς;
Να βολιδοσκοπήσουν και να μάθουν, εάν ο νεαρός και η οικογένεια του ήθελε την τσούπα και ο νέος έχει νοιαστεί και δεν είναι αλλού δοσμένος, για να συγγενέψουν οι δύο οικογένειες, γιατί διαφορετικά, η τσούπα μας, το κορίτσι, έχει τις επιθυμίες της νιότης, που δεν την αφήνουν να βλέπει καλά.
Ο δισταγμός ήταν μεγάλος. Η αμφιβολία της αποδοχής τρανή, η ντροπή άρνησης τρανότερη, ο φόβος μήπως κουβεντιαστεί η τσούπα, το κορίτσι υπαρκτός, επικίνδυνος και ποιος θα μπορούσε να κλείσει τα στόματα του κόσμου ;
Των κακών ανθρώπων που δυστυχώς υπάρχουν και αυτοί;…. και όπως λέγεται, «κουβέντα που βγαίνει έξω από τα δόντια δεν μαζεύεται και αν μαζευτεί, μαζεύεται η μισή ».
Η ζημιά θα έχει γίνει και πίσω ακολουθούν και άλλες τσούπες (κορίτσια).

Τη δύσκολη και λεπτή στο χειρισμό δουλειά την αναλάμβανε, οικιοθελώς και ανιδιοτελώς, με μυστικότητα, ο καλός αυτός άνθρωπος, ο συμπεθεροφτιάχτης , ο κοινωνικός διαμεσολαβητής, ο οποίος ήταν, και είναι, είτε άνδρας είτε γυναίκα.
Τον άνδρα ανάλογα με την ηλικία του, γέρος ή μεσήλικας, τον πλησίαζε ο παππούς, ο πατέρας, ο θείος, ο αδελφός. Αν ήταν γυναίκα, ανάλογο ήταν και το πλησίασμα, από την γιαγιά, την μάνα την θεία, την αδελφή, όταν - και μόνο όταν - η αδελφή ήταν παντρεμένη.
Ποτέ δεν έδιναν εντολή να κάνει συζήτηση προξενιού άνδρας ή γυναίκα που δεν ήταν παντρεμένοι και πολύ περισσότερο ανύπαντρη αδελφή, γιατί όπως λένε ‘’Ανύπαντρος προξενητής για λόγου της γυρεύει’’………
Κάτι ανάλογο συνέβαινε, εάν το ενδιαφέρον ήταν από την πλευρά του αγοριού για την κοπέλα, αλλά χωρίς πολλές προφυλάξεις, διότι εθεωρείτο μεγάλη τιμή, εκτίμηση προς την τσούπα και καμάρι σε όλη την οικογένεια, να στείλει η οικογένεια του γαμπρού να την ζητήσει από την οικογένειά της.
Αντικείμενο της διαπραγμάτευσης τις περισσότερες φορές ήταν η προίκα, εφόσον είχε προηγηθεί η συνάντησης του αγοριού με την τσούπα και υπάρχει η αρέσκεια μεταξύ τους. Αυτόν το λεπτό χειρισμό της διαπραγμάτευσης της προίκας, αυτή την στιγμή αναλάμβανε ο προξενητής.
Πολλές φορές οι νέοι είχαν αγαπηθεί και τα είχαν φτιάξει είχαν ερωτευθεί μεταξύ και η μόνη διαφορά ήταν το ποσό της προίκας, που περισσότερο επέμεναν και ζήταγαν από τους συγγενείς του γαμπρού, ο πατέρας και η μάνα.
Ήθελαν να πάρουν το κάτι τις , παραπάνω για να έχουν τα παιδιά τους καλύτερη διευκόλυνση στην οικογένειά τους , ώστε να μη παιδεύεται περισσότερο το παιδί τους .

[Η προίκα ήταν έθιμο και θεσμός δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά την επέβαλαν οι τοπικές κοινωνίες. Προίκα έπαιρνε η κοπέλα από την πατρική περιουσία προς διευκόλυνση του γάμου. Αποτελείτο από χωράφια, κήπους, αμπέλια , ρουχισμό, χαλκωματένια είδη νοικοκυριού, σπίτι και μετρητά. Το ποσό της προίκας το καθόριζε, η τοπική κοινωνία και αποτελούσε θεσμό, για προστασία περισσότερο των αδυνάτων. Μικρότερη προίκα επιτρεπόταν να πάρει ο γαμπρός και είχε τις ευχές όλων, ενώ όταν η οικογένεια του κοριτσιού έδινε μεγαλύτερη προίκα, που ζητούσε η οικογένεια του γαμπρού, είχε μεγαλύτερη την κατακραυγή, γιατί θα γινόταν έθιμο και το έθιμο θεσμός και θα ήταν βαρύς για τους φτωχούς που είχαν πολλές τσούπες.]
Πολλές φορές η προίκα ήταν η αιτία να διαλυθεί μια μεγάλη αγάπη, ένας μεγάλος έρωτας, και να έλθει διχόνοια, μίσος στις οικογένειες και τότε οι κατάρες ήταν διάσπαρτες, για όλους και για όλα.
Και έλεγαν:
Ανάθεμα την φτώχια … Ανάθεμα την προίκα… Ανάθεμα και σε αυτόν που την έβγαλε….
Για να μη συμβούν πράγματα πού ίσως, δεν θα είναι ευχάριστα, ο πατέρας του κοριτσιού, της τσούπας λέει στο προξενητή, την προίκα, που θα προικίσει την τσούπα του το κορίτσι του «το τάξιμο».
Ο προξενητής μεταφέρει το τάξιμο, στο πατέρα του γαμπρού και στο γαμπρό και περιμένει να συμφωνήσουν. Τις περισσότερες φορές συμφωνούν, η προίκα ήταν ικανοποιητική, σε ότι έταζε και δεν ζητούσαν. Τόσα είχε ο άνθρωπος τόσα έταξε και το προξενιό στέριωνε.
Άλλες φορές όμως ο πατέρας της τσούπας και η συγγένεια ήταν σε οικονομική αδυναμία, ήθελε να δώσει προίκα στην τσούπα του, αλλά δεν είχε και δανειζόταν και πάλι δεν ήταν ικανοποιητική, για τον γαμπρό και την οικογένεια του και κινδύνευε το προξενιό να χαλάσει.
Έτσι συνέβη και τώρα, ο πατέρας έπρεπε να προικίσει και την αρραβωνιασμένη, να δώσει αυτά που είχε τάξει, πού να τα εύρη ο άνθρωπος τα λεφτά και βρύση να είχε και στέρνα, θα είχε στερέψει. Η προίκα όμως δεν ήταν ικανοποιητική για την οικογένεια του αγοριού, που ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Τα παιδιά ήθελαν ο ένας το άλλον, τι να κάνουν ; Ο πατέρας δεν ήθελε να τάξει και να είναι ασυνεπής. Στη σκέψη και μόνο αυτή, της ασυνέπειας, τον έπιανε τον άνθρωπο πονοκέφαλος, τίποτε παραπάνω δεν έταζε, από ότι μπορούσε.
Τότε ο προξενητής όταν αντιλήφθηκε ότι η όλη συζήτηση θα απόβαινε άκαρπη, θα πήγαινε τσάπα, για μια χούφτα λεφτά, θα γινόταν στενοχώρια μεγάλη και εφόσον κατάλαβε ότι την τσούπα την θέλανε όλοι τους και ο νεαρός περισσότερο, έβαλε να δουλέψει, η εξυπνάδα, η εφευρετικότητα.
Στο μυστικό είπε ότι, κάποιος ήρθε από ξένο χωριό και ζήτησαν την τσούπα και ότι κάτι γίνεται, ότι το πράγμα (η τσούπα) είναι καλό και είναι καλοξόδευτο, θα την αρπάξουν και το άλλο και το σπουδαιότερο είναι ότι δεν ζήτησαν προίκα και προικιά .
Είπαν να την αλλάξουν και να την πάρουν. Δεν θέλουν τίποτα, να τους πληρώσουν κιόλας και ότι η οικογένεια δεν απάντησε.
Το είπε σε άνθρωπο για μυστικό, που να το μάθουν, μυστικό στο μυστικό, το μισό χωριό και αυτοί, που έπρεπε να το μάθουν και να τους μένει η αμφιβολία, το μήπως;…..
Μετά πήγε στο σπίτι και κουβέντιασε με την γιαγιά που σιγά-σιγά είχε μαζέψει μέσα στο κασόνι με το σιτάρι τα αυγά, για να φτιάξουν τις χυλοπίτες και τη συμβούλεψε, όταν είναι ο καιρός να φτιάξουν τις χυλοπίτες, τα αυγά να τα σπάσουν με προσοχή, να μη θρυμματίζονται και τα καταστρέψουν, αλλά να τα μαζέψουν και να τα ρίξουν έξω από το σπίτι, κάτω από την μάντρα, στο κήπο, σε σημείο που να φαίνονται από τον δρόμο.
Έτσι όταν η συζήτηση ατόνησε περιμένοντας και όλα ήσαν σε κατάσταση αναμονής και το προξενιό κινδύνευε, ο προξενητής φώναξε τον νεαρό, γαμπρό να μιλήσουν κρυφά .
Εφόσον του μίλησε και του υπενθύμισε τα χαρίσματα του κοριτσιού που και ο ίδιος και όλη του η οικογένεια τα γνώριζε, του είπε ότι κάπου άκουσε χωρίς να είναι και σίγουρος ότι ήρθαν και τη ζήτησαν χωρίς προίκα και προικιά.
Του είπε, με ύφος, επιβλητικό, εσύ θα το μετανιώσεις, η τσούπα σε έχει αγαπήσει, σε έχει ερωτευτεί, αυτή δεν φταίει σε τίποτα και θα το ξεπεράσει, με την δικαιολογία, ότι έκανε λάθος που ερωτεύτηκε άνθρωπο που υπολογίζει, περισσότερο στην προίκα, παρά σε άνθρωπο.
Εσύ θα κτυπάς την κεφάλα σου….. και αν σου τύχει και καμιά ….
Ας μη ειπώ… τίποτα…….
Τότε να είμαι από μια μεριά να βλέπω πούθε, θα πηγαίνουν προίκες και προικιά;……
Και μετά από λίγο συνεχίζει να του λέγει.:
Ξύπνα ρε ! ξύπνα ! ξύπνα μην κοιμάσαι…
θα σου τα δώσουν εσένα όλα από την αρχή;
Ποιός είσαι ; ποιός ;… εδώ υπάρχει και κρυφοπροίκα……
θα πάει κανένας άλλος εκεί μέσα, θα τρώει, θα πίνει και εσύ θα κοιτάς το ήλιο και θα βαρείς τον ταμπουρά….
Τι να σου ειπώ, τι να σου ειπώ, μεσήρι σου λένε, σκέτο αναζίρι, νοικοκυρόσπιτο, τι άλλο να σου ειπώ, άμα δεν καταλαβαίνεις;….. τι να σου κάνω;…..
Μου φαίνεται, ότι, είσαι λίγο ομορφούλης, ομορφότερος από τους άλλους, αλλά δεν είσαι και ο Ερμής του Πραξιτέλη, αλλά μυαλό, με τα φερσίματα σας, με το συμπάθιο, δεν νομίζω πως έχεις και πως δεν υπάρχει σε όλους σας.
Αφήνουν να χαθεί τέτοιος θησαυρός η κότα με το χρυσό αυγό;….
Σου είπα, είναι νοικοκυρόσπιτο, εκεί είναι η χαρά , το γέλιο η ευτυχία.
Όλες οι κότες του κόσμου, οι καλλίτερες γεννάνε, κάθε δεύτερη ημέρα, να μη σου ειπώ πως οι δικές μου, γεννάνε κάθε τρείς και βάλε….
Εκεί τι να ειπώ, μέχρι και τις κότες τους, να μη τις ματιάσω, τις θέλει ο Θεός, γεννάνε κάθε ημέρα, για να μη σου ειπώ, καμιά φορά και δύο.
Μία, όμως, οπωσδήποτε, χωρίς άλλο….. Δεν πάει καιρός που παντρεύτηκε η πρώτη, τώρα παντρεύεται η δεύτερη, η αρραβωνιασμένη, όπως έμαθα δεν ξέρω αν είναι σωστό, ζητήσανε και την άλλη.
Αν δεν είναι ευλογία του Θεού και όλων των Αγίων αυτό, τι είναι;… Άλλοι έχουν μία και δεν μπορούν να την κάνουν πέρα, θέλουν να βοηθήσουν ζα (ζώα) και ανθρώποι……
Εδώ όπως φαίνεται και ένας στραβός, γκαβός να είναι το βλέπει, υπάρχουν και τα δύο και η ευλογία του Θεού και ….. κάτι, άλλο ….
Δεν γίνεται αλλιώτικα…. υπάρχει και η κρυφοπροίκα, προχτές ο παππούς έδωσε στην μεγάλη τα φλουριά, τα Κωνσταντινάτα, τα είδες προχθές στο πανηγύρι ;… δεν γίνεται να μη υπάρχει, υπάρχει…
Για πέρασε κρυφά, χωρίς να σε πάρουνε χαμπάρι, έξω από το σπίτι.
Προχτές με έβγαλε η στράτα και πέρασα και εγώ.
Ρίξε μια ματιά κάτω από την μάντρα στο κήπο, να ειδής με τα μάτια σου τον τρακά [σωρός] που έχουν κάνει τα τσόφλια από τα αυγά και άλλοι δεν έχουν να βάλουν στο στόμα τους…
Όρμα, ρέ, ε, ε ! Όρμα …! άμα θέλεις να ζήσεις… σου είπα και σου λέω υπάρχει κρυφοπροίκα !.
Τι άλλο να σου ειπώ και τι να σου μολογήσω, τι να σου κάνω, άμα εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι, όρμα σου λέω, όρμα ….
Αυτά είπε ο καλός άνθρωπος ο προξενητής [συμπεθεροφτιάχτης] και έφυγε απότομα κάνοντας τον θυμωμένο και στενοχωρημένο.
Ο νεαρός πέρασε κρυφά, νύκτα με φεγγάρι έξω από το σπίτι της τσούπας.
Έριξε κρυφή ματιά κάτω από την μάντρα στον κήπο και είδε με τα ίδια του τα μάτια τον τρακά από τα τσόφλια των αυγών, να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού, πίστεψε στα λόγια του συμπεθεροφτιάχτη [προξενητή] ότι υπάρχει μεγάλη κρυφή προίκα.
Αμέσως κάλεσαν τον προξενητή να κλείσει τη δουλειά, με ότι είχε ταμένο .
Πήγε στο σπίτι της τσούπας ο προξενητής, έφτιαξε το προικοσύμφωνο για να το πάει στο συμπέθερο για να κάνουν τα φανερώματα και να οριστεί ο γάμος.
Η γιαγιά που ήξερε ….. όλο και διπλά κέρναγε με χαμόγελο τον προξενητή.
Ο συμπεθεροφτιάχτης επήρε το προικοσύμφωνο μαζί με καλούδια και σαν σουρούπωσε το πήγε στο σπίτι του γαμπρού.
Τον καλοδέχτηκαν με κεράσματα, διάβασαν και το τάξιμο της προίκας στο προικοσύμφωνο και συμφώνησαν και αμέσως έγινε το φανέρωμα, με τραγούδια και έριξαν μια τουφεκιά, να ακουστεί στο σπίτι της νύφης, ότι όλα τέλειωσαν καλά και να ετοιμάσουν πρόχειρο τραπέζι για να δεχτούν τους συμπεθέρους και να μαθευτεί στο χωριό το καλό μαντάτο [το νέο].
Έγινε ο γάμος όπως συμφώνησαν, χαρούμενα, έζησαν ευτυχισμένοι.
Δούλεψαν μονιασμένοι, απέκτησαν πολλά παιδιά και περιουσία, έφτιαξαν μια καλή ευτυχισμένη οικογένεια.
Ο τρακάς τα τσόφλια έγιναν χαρές και γέλια, χαρές και πανηγύρια και γράψανε κάτω στο προικοσύμφωνο:
[ Κ α ι   έ ν α ς   τ ρ α κ ά ς   μ ε   τ σ ό φ λ ι α ]

Γιάννης Στ. Βέργος{ Γορτύνιος}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου