Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Φεγγαροπερπατήματα

Και είπε ο Λόγος, να γεννηθεί φως!.. 
Kαι στο στερέωμα του Ουρανού έβαλε τον Ήλιο και έγινε φως… προς φωτισμό ζωής και τέρψης των πλασμάτων της ημέρα!... 
Και είπε και έγινε νύχτα για να αναπαύονται τα πλάσματα της ημέρας… 
Και εις το σκότος της νύχτας έθεσε την Σελήνη, το φεγγάρι, να  γλυκοφέγγει στην στράτα τους στα αργοπορημένα πλάσματα της φύσης, για να βρούνε την φωλιά τους να πάνε να ξεκουραστούν από τον κάματο της ημέρας.. 
Και για να διευκολύνει και άλλες καταστάσεις,  αυτό το φεγγαράκι και άλλους σκοπούς και επιδιώξεις… 
Και πρώτα, πρώτα τους ερωτευμένους, που καρδιοχτυπάνε…
Οι ερωτευμένοι για να περπατάνε, αργά, η γρήγορα, κατά την περίπτωσή τους, να λένε, το τραγουδάκι του και να του σιγοτραγουδάνε:
 -Φέγγα, φέξε το φεγγαράκι μου, να πάω στην αγάπη μου!... 
Για να εκπληρωθεί ο κρυφός τους πόθος… 
Να πάνε γρήγορα κρυφά και σταθερά με ασφάλεια, να βρούνε το ταίρι τους, να χαρούν την κρυφή αγάπη τους, τον κρυφό, αρχέγονο έρωτά τους, μακριά, από τα φθονερά τα μάτια του κόσμου!... 
Και εκεί στο γλυκόφωτο, του φεγγαριού αγκαλιασμένοι, δακρύζοντας, να ορκίζονται στον αγνό, στον άδολο Ερωτά τους. 
Αυτόν τον όρκο τον βαρύ, που αυτοί μόνο σιγοψιθυρίζουν 
Και που μόνο αυτό το φεγγαράκι, αυτά  τα λόγια τους τα σιγανά, σιγά, σιγά, τα αφουγκράζεται, καλά, καλά, τα καλά ακούει… 
Και από πολύ την συγκίνηση και αυτό δακρύζει… 
«Και αν σβήσει το γλυκό φως του φεγγαριού, και πέσουν και γκρεμιστούν όλα του ουρανού τα αστέρια, τότε να σβήσει ο ερωτάς μας, να γκρεμιστούν, να τσακιστούν οι όρκοι μας, να χαθούν τα όνειρα μας… Και αν προδοθεί μπαμπέσικα αυτός ο ερωτάς μας, η αγάπη μας και  μπει άλλος μπαμπέσικα ανάμεσα μας, να γίνουν αυτοί μπαρούτι, μπούλμπερη, αυτοί που μπήκανε στην μέση και εμείς αντάμα τους να πάμε… Αχτίδα ήλιου πια, και οι δυο μας να μη δούμε… »
Οι προκομμένοι, κατάκοποι, ιδρωμένοι το παρακαλούν, λαμπερά να τους φωτάει, για να τους φτουρήσει  η δουλειά τους, δύο ώρες την νύχτα το πρωί και αργά το βράδυ, βράδυ, που θέλουν στα γρήγορα να την τελειώσουν και δεν τους φτάνει η ημέρα… 
Και αυτοί οι προκομμένοι σαν μεγαλώσουν συμβούλευαν τους νέους για να προκόψουν και τους έλεγαν:  
«Ξύπνα με το φεγγαράκι το πρωί, την αυγή, για να σου φτουρήσει η δουλειά, να σου φανεί πως τάχα έχεις βοήθεια [στην δουλειά] και από αδελφό και από αδελφή…»

Οι οδοιπόροι  που όλη μέρα περπατούν και ο δρόμος τους, δεν σώνεται,  που όλο, όλος, τους φαίνεται  μπροστά τους να είναι, στο φεγγαράκι προσεύχονται και το παρακαλούνε, για να τους φέξει, η στράτα τους να συμμαζευτεί και να τελειώσει ο δρόμος… 
"Φέγγε ψηλά και χαμηλά, γιατί έχει λάσπες και νερά… φέξε και χαμηλότερα να πάω, να φτάσω, γρηγορότερα…"


Οι κλέφτες και οι πεινασμένοι στο φεγγαράκι κάνουνε προσευχή και το χιλιοπαρακαλούνε, να αλλάζει συνεχώς το φέξιμο, καθώς, όπως αυτοί το επιθυμούνε…. 
-Φέξε λίγο φεγγαράκι μου, μόνο στο δέντρο να θαμπίζεις, τόσο που μόνο εμείς τα φρούτα να βλέπουμε, χωρίς οι άλλοι να μας ειδούνε και μόλις το σακίδιο το γεμίσουμε, εσύ φεγγαράκι μου στα μαύρα σύννεφα να μπεις και εκεί μέσα να μείνεις, μέχρι εμείς να φύγουμε για να μη μας δούνε… 
Να μη μας δει, το άγρυπνο μάτι του δραγάτη… 

 Ο  νοικοκύρης ο καλός, ο μερακλής ο τσέλιγκας, το Ιούλιο – Αύγουστο, με την πολύ την ζέστη, το φεγγαράκι καρτερεί να βγεί, ψηλά στο Ουρανό, για να σκαρίσει, η στάνη. 

Να φεγγαροπερπατήσει, να πηγαίνει το γκεσέμι μπροστά,  να ακολουθεί το κριάρι, το τραγί, να ακολουθεί μετά όλη η στάνη, για τις δύο ώρες το νυχτοβόσκι με την δροσιά, για να μπορούνε με όρεξη τα γιδοπρόβατα  την ξερή βοσκή να τρώνε, για να είναι γερά και να έχουν όρεξη καλή,  μεγάλη. απόδοση στο μάρκαλο, διπλάριασμα, στην  γέννα…


Αλλά στο χωριό μου, δεν   φεγγαροπερπατούσαν μόνο όλοι οι πιο πάνω, καθένας για τον σκοπό του και μόνο οι στάνες για βοσκή…. 
Νυχτοπερπάταγαν με το φεγγάρι και πολλοί άλλοι…. 
Φεγγαροπερπατούσανε ακόμα, ακόμα  και αυτά τα πλάσματα, τα πράγματα που πόδια δεν είχανε, δεν έχουνε για να περπατήσουν… 
Περπατάγανε και των χωραφιών τα σύνορα, τα όρια και οι μάντρες!….. 
Αλλού ήσαν το ηλιοβασίλεμα από βραδύς και λίγο το πριν να βγει η Πούλια και αλλού τα ξημέρωναν αυτά και αλλού ήσαν την αυγή, με του Αυγερινού την δύση!… 
Πολλοί τα όρια την νύχτα με το φεγγάρι τα άλλαζαν, τα σύνορα αυτά, που με τις πέτρες που ήσαν στην Γη μπηγμένες, καθόριζαν τα σύνορα ιδιοκτησίας, στου καθενός στο χωράφι…. 
Αυτά τα σύνορα,άλλαζαν, περπάταγαν, για να κερδίσει ο ένας, από τον άλλον, λίγο από το χωράφι, του αλλουνού  τον τόπο, το χώμα... Τα σύνορα νυχτοπερπάταγε. 
Και  με την γέμιση του φεγγαριού το Γιεννάρη τα άλλαζαν και τα περπάταγαν, καθένας κατά το πώς τον βάσταγε η συνείδηση του. Τότε που θα έριχνε κοντά στα δύο μπόγια το χιόνι και όταν θα ερχότανε η άνοιξη και λειώνανε τα χιόνια, θα είχε κάτσει στην θέση του το χώμα, ο τόπος.  Τότε ήταν αμφισβητήσιμο, το που ήτανε το σύνορο και σε ποιανού ήταν το δίκιο… 
Και όλα αυτά για την μάνα Γη, που όλες τις εποχές γεννάει, που έδινε με τον τίμιο ιδρώτα των ανθρώπων το ψωμάκι και ας έκλεβε, ο ένας, του αλλουνού, το χώμα…  Που είχε τότε στο χωριό, το λίγο χώμα, η λίγη γη, μεγάλη αξία!… 
Όλα τα έχει κατορθώσει να φτιάξει ό άνθρωπος.. 
Χώμα δεν έχει ακόμα φτιάξει!… 
Kαι για την Γη, το χώμα, γίνονται οι πόλεμοι….

Συναυλακαρέοι, συνορίτες ήσαν στα χωράφια τους, στο βουνό, ο Θανάση και ο Γιωργάκης. Το ψωμί τότε το είχανε και δυό τους μεγάλη ανάγκη, για να στομώσουν τα στόματα της μικροφαμελιάς τους. 
Τεχνίτες,  μάστορες της πέτρας ήσαν και δυό τους. Πήγαιναν ταξίδια και από την δουλειά τους συμπλήρωναν και ζούσε η οικογένεια τους. 
Ποιο δυνατός και ποιο καλός μάστορας ήταν ο Θανάσης και τον προτιμούσαν στην δουλειά, και δεν ασχολείτο πολύ- πολύ με τα χωράφια. 
Ο Γιωργάκης ήταν ποιο ζερβός, και στην τέχνη πιο αχαμνός…. Είχε πάθει στην δουλειά ατύχημα. Στην μαστοριά, η σκαλωσιά που ήταν με πέτρες φορτωμένη έσπασε και το αγκωνάρι του έσπασε το πόδι… 
Και τον χειμώνα που στερεύουν οι δουλειές και διαλέγουν τους μαστόρους δεν είχε πολλές φορές δουλειά, και ασχολιόταν περισσότερο από τον Θανάση με τα χωράφια. Είχε και μερικά γιδάκια, μαρτίνια και την βόλευε… 
Κάθε ημέρα με την ξεροπαγωνιά, το ξεροβόρι, που από το πάγο είχαν σηκωθεί και οι πέτρες, με το κασμά, το λοστάρι και με το φτυάρι, τις έβγαζε, τις έβαζε στην άκρη και έφτιαχνε μαντρούλες στην πλάγια, να συγκρατεί τον τόπο, το χώμα, να μη κυλάει, να μη φύγει και χαθεί, που ήταν για αυτόν πιο χρήσιμο από το χρυσάφι!!...
Δεν άφηνε χούφτα χώμα να χαθεί!…  
Και όταν τα τσοπανόπουλα τον ρώταγαν, γιατί τόση φροντίδα  και σε αυτό στο χώμα τόση αγάπη, τους έλεγε:
- Μικρά παιδιά ήσαστε, αμούστακα δεν ξέρετε ακόμα, την αξία που έχει αυτό το χώμα, αυτό είναι η ζωή και θέλει και αυτό προστασία!...
Για αυτό το χώμα γίνονται όλοι της λευτεριάς οι πόλεμοι…
Αυτό το χώμα ποτίζουν οι ήρωες με αίμα!…
Και τους πρέπει, τιμή και δόξα!...
Δεν σας τα είπε αυτά ο δάσκαλος, στο σχολειό που πάτε;
Τι σας λέει και αυτός ο δάσκαλος;
Το χώμα είναι η Πατρίδα μας και όποιος δεν έχει  χώμα δεν έχει και Πατρίδα… Και
ποιά Πατρίδα να υπερασπιστεί και γιατί να πολεμήσει;..
Άμα δεν έχει χώμα;…
Το χώμα είναι ανώτερο, πολύ καλύτερο, πολυτιμότερο από το χρυσάφι.
Το χρυσάφι πρέπει να το κρύψεις, να το
φυλάς, μη σου το πάρει ο κλέφτης και άχρηστο  είναι για ζωή, γιατί δεν γεννάει. 
Δεν φτιάχνει κάτι το φαγώσιμο… 
Μόνο για μπιχλιμπίδια κάνει… 
Και αυτά στην πείνα, δεν τρώγονται, την πείνα, δεν στομώνουν… 
Άμα το χώμα δεν δώσει χορτάρι για τα γιδοπρόβατα και στάρι- αλεύρι στο φούρνο για ψωμί… Ψωμί δεν ψένεται- ψωμί δεν βγαίνει… 
Τώρα νομίζω πως το καταλάβατε το νιώσατε, το βάλατε καλά μέσα στο νιονιό σας. Άστε τώρα, φυλάτε καλά τα μαρτίνια σας, μη κάνουνε ζημιά και το νου σας τα μάτια σας, όχι τέσσερα, αλλά δεκατέσσερα, μη πάνε σε ζημιά και έρθει ο δραγάτης και σας τα πάρει και δεν σας φτάνει η μαρτίνα για αποζημίωση,  για να αποπληρωθεί η ζημιά και τα σύλληπτρα του δραγάτη... 
Πηγαίνετε τώρα και μη με χασομεράτε, να αβγατίσω και εγώ εδώ πα, τρεις πήχεις τόπο, να το σπείρω να βγάλω μια χούφτα, μια απλοχεριά φακή.
Αυτή είναι το φαγητό της 
φαμελιάς μιας ημέρας…
Καλά
ξαπόστασα…

 Πίνει από την τσότρα του δύο, τρείς, γουλιές κρασί, ξένη δύναμη να πάρει…  Για τον εργάτη το λίγο κρασί είναι ξένη δύναμη… Και άρχισε πάλι να χτυπά, με τον κασμά και το λοστάρι[τον μοχλό του Αρχημίδη] την πόρτα της Γής να ανοίξει, να ζητήσει, να πάρει από μέσα της, από τα σπλάχνα της, τους καρπούς της, να βρει την ευτυχία…
Χρόνια και χρόνια δούλευε όταν δεν είχε στην μαστοριά δουλειά ο Γιωργάκης  και αβγάτιζε από λίγο- λίγο τον τόπο, το χωράφι του. Από τον λόγγο έπαιρνε και το ημέρευε και ας ήταν ο τόπος του γείτονά του, του Θανάση…
Άλλαζε περπάταγε και τα σύνορα και το έκανε τον τόπο για δικό του και το ένωνε με το άλλο…
Όταν το έβλεπε ο Θανάσης και του έκανε παρατηρήσεις του έλεγε:
-Εκεί είναι ο τόπος Θανάση…
Δεν το πήρα δα και το χώμα με τα πόδια μου…
Και μη κάνεις έτσι…
Δικό μου, δικό σου, ο τόπος, η Γη, εκεί είναι, δεν φεύγει, εγώ το ημέρεψα, το έσπειρα… Δικό σου, δικό μου, εγώ δεν ξέρω…
Εγώ για δικό μου νομίζω πως είναι….
Άν νομίζεις πως είναι και δικό σου, πήγαινε και αν προφτάσεις θέρισέ το, πάρε μια χούφτα φακή…
Άμα την θέλεις, για να λυθεί η παρεξήγηση, η διαφορά, το νιτερέσο,  στην δίνω την φακή από τώρα…
Μη πας καθόλου εκεί πάνω… 
Και κάνε ότι σου βαστά η συνείδηση σου, η ψυχούλα σου, εγώ δεν πρόκειται να σου ειπώ κουβέντα…
Ας έριξα εκεί ένα κουβά ιδρώτα το καταχείμωνο να το ημερέψω...

 Όσοι από τους σεβαστούς, σεβάσμιους γέροντες, άκουσαν αυτές τις κουβέντες του Γιωργάκη, χωρίς να πάνε να δούνε και μόνο με τα λόγια αυτά, το δίκιο το έκλιναν, το έδιναν με το μέρος του Γιωργάκη…
Και αναμεταξύ τους έλεγαν:
-Καταπάτησε, δεν καταπάτησε τον τόπο του Θανάση, όπως συμπεριφέρεται έχει δίκιο. Ο Γιωργάκης, του δίνει το έσοδο από τον τόπο ημερωμένο… 

Τι άλλο θέλει;…  
Με τις κουβέντες αυτές ημέρεψε και ο Θανάσης και κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με μια σαρδέλα ήπιαν  μισή οκά κρασί αγαπημένοι… 


Ο Γιωργάκης συνέχισε την δουλειά του, μάζεψε λιθάρια μέσα στο λόγγο, στο καταράχι και με το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, που λάμπει σαν ημέρα, νυχτοπερπατούσε και σαλάχαγε για βοσκή του βουνού τις πέτρες, και τις έκτιζε ξερολιθιά και μάντρωσε με μάντρα ψηλή όλο τον τόπο, που νόμιζε πως ήταν και ήθελε για δικό να είναι…
Το έμαθε ό γείτονας του ο Θανάσης και έγινε θεριό ανήμερο, έτοιμος να τον κατασπαράξει. Από τον γιακά τον άρπαξε να τον ξεσκίσει…
Τα πράγματα αγριέψανε πολύ και ήθελε να τον αφαλοκόψει… 

Επενέβησαν οι μυαλωμένοι, οι σεβαστικοί και το πρόλαβαν, το κακό δεν έγινε…

 Συστάθηκαν άμεσα, χωρίς καθυστέρηση καμία, επιτροπές από τους σεβαστικούς γέροντες την διαφορά να εξετάσουν… Ρώτησαν τον Γιωγάκη να απολογηθεί αν έχει κάνει αυτή την πράξη… Το πλάγι αν το είχε  μαντρώσει, αν το είχε φτιάξει όπως λένε, στα καταράχια το Σινικό το τοίχος…
Και ο Γιωργάκης απαντά:
-Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει, δεν χρειάζεται…
Τι να τον κάνει;…
Μάντρωσα το κτήμα μου, να κλείνω εκεί μέσα τα ζωντανά μου, να βόσκουν στο δικό μου τόπο, και να μη μπορούν να φύγουν, γιατί και εγώ τώρα είμαι ανήμπορος, δεν μπορώ να στέκω σαν παλούκι  όρθιος, να τα φυλάω…
Και τι κακό έχω κάνει;…
-Όπως τα λές Γιωργάκη, κανένα κακό δεν έκανες, αν μάντρωσες μόνο το δικό σου, αλλά όπως λέει και ο Θανάσης, του πήρες παραπάνω από το μισό τον τόπο που μάντρωσες από το δικό του.
-Εγώ νομίζω πως δεν του πήρα σπιθαμή, γιατί τα όρια τα σύνορα ορίζονται από του φυσικού τους… Τους φυσικούς τους νόμους…. Όπως ο Θεός, την Γη ορίζει και μοιράζει… Στην κορυφή του τόπου που τα Θεϊκά νερά μοιράζονται και πηγαίνουν μισά από εδώ και μισά από εκεί,  εκεί  είναι τα όρια, της Φύσης τα σύνορα, εκεί έβαλα και εγώ την μάντρα… 

Και στα Βουλγαρικά τα σύνορα που γινόταν και μεγάλοι σκληροί πόλεμοι έτσι καθορίζανε τα όρια, τα Κρατικά τα σύνορα και έμπαινα από την μια μεριά και από την άλλη οι πυραμίδες, και γινότανε συνθηκολόγηση και ησύχαζε ο τόπος… Τα Κράτη…  
Εκεί, στρατιώτης τρία χρόνια έκανα, έφτιαξα πυραμίδες και ξέρω.. Έτσι και εγώ με το ίδιο νόμο και σκεφτικό, όπως στο στρατό είχα μάθει, έχτισα την μάντρα, να ησυχάσει ο νους μου, να μη έχω συνέχεια ντράβαλα με τους γείτονες… 
Ελάτε να πάμε επιτόπου να ιδείτε με τα μάτια σας… Εγώ καλό έκανα… Από την μια πλευρά έφραξα και το κτήμα του Θανάση χωρίς μια δεκάρα πλέρα… 
Ας το φράξει και αυτός το υπόλοιπο, να είναι νοικοκυρεμένο, να ηρεμήσει ο νους του… 
Τι άλλο να κάνω;… 
Νομίζω πως είναι και για καλό δικό του… 
Αν νομίζει πως τον αδίκησα, ανοίγω μια ποριά να βάζει και αυτός τα ζωντανά του μέσα στο δικό μου τόπο, να φάνε την βοσκή από τον τόπο που νομίζει πως του πήρα…


Επήγε η επιτροπή των σεβάσμιων γερόντων επιτόπου, στο βουνό, συμπέρασμα να βγάλει και το δίκιο να ειπεί και να το επιβάλει. Να γίνει σεβαστό, να εφαρμοστεί και από τους δυό τους. Συμπέρασμα η επιτροπή των σεβάσμιων δεν έβγαλε… Ο καθένας τους, του φαινότανε, νόμιζε πως είχε δίκιο, και ο ένας και ο άλλος...
Και η γνώμη των σεβάσμιων γερόντων άλλαζε συνεχώς… 
Αλλά ο τόπος φαινότανε πως αυτός που είχε απομείνει, πως ήταν ο λιγότερος στο Θανάση. 
Αλλά τα όρια, τα σύνορα, στα καταράχια, στα βουνά, στα βοσκοτόπια, έτσι καθορίζονται, κατά πως, που τρέχουν τα βρόχινα νερά, όπως τα λέει ο Γιωργάκης.


Η διαφορά αυτή συμβιβαστικώς  δεν λύθηκε και ήταν από αυτές που πήγαιναν στα ίσια και γρήγορα για του Κατή την πόρτα… Μπέρδεψε τόσο πολύ και τους σεβάσμιους γέροντες και έλεγαν μεταξύ τους. 
-Τώρα είναι τα πράγματα γινωμένα, και τόσο μπερδεμένα, που πρέπει το γρηγορότερο, να πάνε στου Κατή την πόρτα, να λυθεί η διαφορά, μη γίνει από το πείσμα, κακό μεγάλο…
Αλλά τι απόφαση θα βγάλει τώρα ο Κατής;…
«Ο μπηνάς τρώει το χώμα..»
Ο τοίχος, η μάντρα νικάει την γη, το οικόπεδο…


Μήνυση έκανε ο Θανάσης στο Γιωργάκη και η μήνυση βγήκε, ορίστηκε να γίνει τον καιρό που ο Γιωργάκης είχε πάει ταξίδι, μαστοριά και δεν του επέτρεπε η δουλειά να φύγει… Το δικαστήριο ανέβαλε την δίκη και επιδίκασε στο Γιωργάκη τα δικαστικά έξοδα …
Τα πλήρωσε με τον δικαστικό κλητήρα…
-Καλά είπε, δανεικά είναι αυτά…
«Δανεικά τα κούρντελα στο γάμο…»
Θα τον πιάσω και εγώ το Θανάση στην θηλιά… 


Πάει στο χωράφι φυτεύει στα σύνορα μηλιές, σπέρνει και τα πετσούρια, γκρεμίζει τον τοίχο και φτιάχνει ποριά και την ποριά αφήνει ανοιχτή…
Πάνε οι μαρτίνες του Θανάση και τρώνε τις μηλιές και πιάστηκε ο Θανάσης στην θηλιά, στην φάκα… 

Έγινε μήνυση από τον δραγάτη και ο Θανάσης δικάστηκε και σε αποζημίωση μεγάλη, σαν να ήσαν οι μηλιές μεγάλες της παραγωγής, σαν να ήσαν καρποφόρα δέντρα…
Ο Γιωργάκης την αποζημίωση, την θεώρησε άδικη, δεν την ήθελε, δεν την πήρε…
Μετά το δικαστήριο στα Λαγκάδια, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, σαν να ήταν το έθιμο, όλοι μαζί οι διάδικοι και μάρτυρες, τρώγανε και πίνανε στην ταβέρνα του Μανιάτη… 

-Μία σου και μία μου… Σήμερα δικάστηκα εγώ, μεθαύριο θα σε δικάσω, θα δικαστείς εσύ, έλεγε ο ένας, στον άλλον… Και αυτό το νταραβέρι συνεχίστηκε για πολύ…

Στην ανηφοριά, πηγαίνοντας για το χωριό στην Τσικούλα… Εκεί  στα ακόνια που τα γυμνασιόπαιδα  έγραφαν το ονόματά τους, εκεί εκάθησαν να πάρουν μια ανάσα, να βγάλουν την ανηφόρα… 
Και σαν να τους ήρθε το μυαλό, σαν να τους ήρθε η λογική να τα συμβιβάσουν.
Και λέει ο Γιωργάκης στον Θανάση:
-Θανάση όπως το πάμε το πράμα, άκρη δεν βρίσκουμε, δεν γίνεται προκοπή καμία… Τα χωράφια και των δυό μας τα έχουμε ξοδέψει στους δικολάβους, στα δικαστήρια, έλα να σου το δώσω, άμα το βρίσκεις καλό και το θέλεις, χωρίς δεκάρα, όπως είναι… 

Γιατί αυτό, θα φάει και τα άλλα… 
Χαρά στους δικολάβους…
-Τι να σου κάνω εγώ Γιωργάκη, τώρα δεν το θέλω... 

Ήταν να μη μάθω σε αυτές τις πόρτες… 
Τώρα αυτό που γίνεται μου αρέσει… 
Με φέρνεις αναγκαστικά, από την μαστοριά, βλέπω συχνότερα την κυρά μου, κάθε φορά φέρνω και προφαντά στα κουτσούβελα, στα παιδιά μου, όλοι καλά περνάμε… 
Ότι δεν μένει δεκάρα, δεν μένει και τότε που έμενε, πέρναγα καλύτερα;… 
Οι δικολάβοι και αυτοί από μας περιμένουν να πάμε στα δικαστήρια να ζήσουν την φαμελιά τους και να σπουδάσουν τα παιδιά τους… 
Η ταβέρνα  στα Λαγκάδια, στον πλάτανο του Μανιάτη τα φαγητά για ποιόν τα ροδοκοκκινίζει και τα καλό μαγειρεύει; 
Για να τα φάει μόνος του;… 
Αχ καημένε Γιώργη… Εμένα μου αρέσει… 
Το σκέφτηκες αν δεν είχαμε τα δικαστήρια που θα ήσουν τώρα;… 
Αν δεν ξέρεις και δεν καταλαβαίνεις, να σου το ειπώ, εγώ που ξέρω… 
Θα πάλευες, και θα αγκομαχούσες με το λοστάρι στα χέρια στο βουνό την πέτρα για να βγάλεις, ή θα σε έτρωγε η γκρίνια της κυρά σου… 
Ξέρει τι λένε οι  κυράδες μας τώρα Γιωργάκη;

-Σαν τι να λένε;…
-Δεν θέλουν να μας βλέπουν καθόλου να καθόμαστε… 

Αυτές όταν τώρα μας βλέπουν να μπαίνουμε στην αυλόπορτα λένε:
«Ο άντρας  κάθεται στην γωνιά[στο παραγώνι, στον τζάκι στην φωτιά], ήρθε ο διάβολος, και μπήκε στην πόρτα»
-Μα Θανάση, εδώ ξοδεύουμε και δύο μας λεφτά…
- Πότε Γιωργάκη πέρασες καλύτερα;... Σήμερα που καλό έφαγες  και καλό ήπιες και κουβέντιασες με πέντε ανθρώπους, σήμερα που βγήκες στην κοινωνία, και δεν είσαι συνέχεια στο βουνό σαν το ζούδι, ή χθες, με το ξερομπούκι να σαλαχάς τις γίδες;…
- Θανάση έλα στα λογικά σου… 

Ξεπενταριαστήκαμε με αυτά που κάνουμε…
-Και τι σε νοιάζει εσένα;... 

Μία πληρώνω εγώ το λογαριασμό, μία πληρώνεις εσύ, καλά περνάμε… 
Είμαστε  στα ίσια, στο πάτσι….


Το δικαστήριο μετά από αναβολή ξανά έγινε…
Ο πρόεδρος πριν βγάλει την απόφαση ρωτά:
-Κατηγορούμενε τι έχεις να απολογηθείς; 

Την έφτιαξες την μάντρα και του πήρες όλο τον τόπο;
-Ψέματα κύριε δικαστή δεν λέμε, ούτε οι άλλοι που ορκίστηκαν είπαν, έχουμε τον Θεό από πάνω μας... 

Την μάντρα την έφτιαξα καλή, μαστορική και παινεμένη. 
Την τέχνη μου εγώ δεν ψευτίζω… 
Όσο για τα σύνορα που λέει, εγώ τα έβαλα, εκεί που τα έχει ο Θεός βαλμένα, από εκεί, δεν τα άλλαξα σπιθαμή…
-Και που τα έχει βάλει ο Θεός τα σύνορα;
-Στα καταράχια, στα βουνά,στα βοσκοτόπια και στις ραχούλες, τα Θεϊκά τα σύνορα είναι, εκεί στην κορυφή, που κυλάει το  βρόχινο νερό… 

Εκεί που λέει ο Θεϊκός ο νόμος… 
Και τα Κράτη εκεί, βάζουνε τα σύνορα και χτίζουν τις πυραμίδες… 
Εσύ ξέρεις, εγώ θα σου κάνω και το δάσκαλο;
Είπα στο Θανάση, αν νομίζει πως τον αδικώ, ας τα βάλει μέσα τα μαρτίνια του, την βοσκή να τρώνε αντάμα… 

Τι άλλο να κάνω; 
Και τι να ειπώ;... 
Η μάντρα τώρα είναι γινομένη και είναι δίκιο,εκεί θα μείνει αιώνια…


-Τώρα εσύ τι απαίτηση έχεις κύριε Θανάση, δεν τα συμβιβάζετε;…
-Μετά από εδώ συμβιβασμένα τα έχουμε κύριε δικαστή… 

Στου Μανιάτη την ταβέρνα αντάμα τρώμε και πίνουμε…
-Τότε τι θέλεις από τον άνθρωπο, και από το δικαστήριο;
-Να έρθουμε δυό, τρεις, φορές εδώ ακόμα…
Ο δικαστής τα σάστησε…
-Αυτό επιθυμείς το θέλεις πολύ;
-Ναι…
-Το δικαστήριο αποφασίζει, η δίκη αναβάλλεται… 

Πηγαίνετε τώρα να τα συμβιβάσετε.. 
Εσείς όπως φαίνεται κρυφά αγαπιέστε και δεν το ξέρετε…


Και οι δύο μαζί λένε:
Άνθρωποι είμαστε, κύριε δικαστά,  νιτερέσο έχουμε, δεν είμαστε κιόλας για τα μαχαίρια…
Το δικαστήριο και το ακροατήριο χαμογελάει…
Ο Θανάσης και ο Γιωργάκης αγαπήθηκαν σαν καλοί γείτονες και τα ζωντανά τους, αντάμα έβοσκαν στον τόπο και των δύο και για να μη κάνουνε ζημιές τα μαντρώνανε όλα μαζί  στο κτήμα του Γιωργάκη…


Τα χρόνια πέρασαν…
Οι νοικοκυραίοι έφυγαν…
Η μάντρα εκεί στο βουνό ψηλά έμεινε για να θυμίζει αυτά…
Την μαστορική τέχνη του χτίστη και το Σινικό το τοίχος!…


Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}
08.11.2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου