Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Παράξενα, η περήφανα πείσματα;;;...

Ο Διαμαντής ο Βέργος ήταν απόγονος της σειριάς  του κλεφτοαρματωλού γενάρχη των Βεργαίων, του Βέργου Βέργου- Βλαχαρμάτα…
Κλικ http://www.reocities.com/dremissa/heroes/vlaxarmatas.html 
Ήρθαν στην περιοχή την δεκαετία του 1755-1760 οι συγγενείς Βέργος, Μηλιώνης και Τσεκούρας. Χωρίστηκαν για να μη  γίνουν στόχος και τους πιάσουν.  Η οικογένεια  Βέργου εγκαταστάθηκε στου Σέρβου, του Μυλιώνη στου Μπουγιάτη, και του Τσεκούρα στα Τρόπαια.
Ο Διαμαντής ήταν νοικοκύρης καλός, εργατικός, τίμιος, φιλότιμος, δεξιοτέχνης, άριστος μάστορας της πέτρας, κτίστης, πελεκάνος.
Γράμματα πολλά δεν ήξερε.
Ήξερε ίσια - ίσια να συλλαβίζει, μα ήξερε πολύ-πολύ καλά την αριθμητική και την γεωμετρία. Την επιφάνεια με το τετράγωνο να μετρά, τον τοίχο να κυβίζει. Την άμορφη πέτρα με τον διαβήτη, την γωνιά, και το μοιρογνωμόνιο να μετρά και να υπολογίζει.
Και με την σμίλη του στα χέρια του, και με του νου την έμπνευση, όμορφη μορφή να  της δίνει!...
Και να την κάνει χρήσιμη, σαν  τον Άτλαντα, στου κτίσματος, τον ακρογωνιαίο λίθο!....
Να είναι στου σπιτιού, το όμορφο, το ωραίο, της εμπατής της πόρτας του νοικοκυριού,  στο τόξο της  το κλειδί, το στέρεο αγκωνάρι!...
Ήξερε με μεράκι, το σφριγηλό,  το παρθενικό  το στήθος, της κόρης, στην πέτρα να το πελεκά και όμορφο να το σκαλίζει!...
Εκεί να καμαρώνει όμορφο, σφριγηλό, στην εμπατή του αρχοντικού την πόρτα!!!...
Σημάδι αυτό, αρχοντιάς, μπέσας, τιμής και δόξας!...
Την άμορφη πέτρα να πελεκάει, να την κάνει, που μόνο η μιλιά να της λείπει!... Να φτιάχνει, σημάδια της μορφής  του αφεντικού του σπιτιού, της αρχοντιάς της οικογενειακής ευγονίας, της ευγένειας και ευτυχίας…
Ήξερε να φτιάχνει τα μεγάλα, τα στέρεα, τα τοξωτά γεφύρια, και στις εκκλησιές το μεγάλο τρούλο, αυτόν από το οποίο κρέμεται ο μεγάλος πολυέλαιος του Παντοκράτορα Χριστού μας.

Και την αριθμητική δεν  την είχε παραμελημένη.
Από φυσικού του ήξερε πολύ καλά, με αυτή από μνήμης πολύ καλούς λογαριασμούς να κάνει!...
Κανένας να μη τον κοροϊδεύει, κανένας, να μη μπορεί στις δοσοληψίες του, κανείς να τον γελάει…
Μέχρι και τον υπολογισμό του τόκου ήξερε αλάθητα να τον υπολογίζει, απέξω, χωρίς την πλάκα, το κοντύλι,  μέχρι και στην  δεκάρα!...
Με το φιλότιμο στην δουλειά, την εργατικότητα του, έκανε μεγάλη προκοπή, απέκτησε  τότε μεγάλη κτηματική περιουσία και είχε τότε οικονομική ευχέρεια. Ίσως  μεγαλύτερη από όλους τους άλλους, τότε στο χωριό.
Διατηρούσε πάντοτε χρηματική ρευστότητα και διευκόλυνε, και τους άλλους που είχανε ανάγκη, να συμπληρώσουν για να αγοράσουν ένα κτήμα, ή, να συμπληρώσουν την προίκα της κόρης τους κλπ…  

Με το αζημίωτο βέβαια, έπαιρνε το κανονικό τόκο, ίσως και κάτι παραπάνω…
Όλοι τον λέγανε τραπεζίτη….  Και έτσι είχε τότε επικρατήσει.
Εάν το καλοσκεφτεί κανείς, ναι, ήταν ο πρώτος τραπεζίτης στο χωριό, εφόσον έκανε τραπεζικές πράξεις….
Οικονομικές πράξεις δανεισμού.
Και είχε την πίστη, την φερεγγυότητα και εμπιστοσύνη, να δανείζεται και να δανείζει….
Το να δανείζεται ήταν σπάνιο…
Μόνοι τους οι συγγενείς του και οι συγχωριανοί του τις οικονομίες τους, τους τις έδιναν, όταν αυτός  πια είχε γεράσει και  δεν μπορούσε, δεν πήγαινε πια στην Μεσσαίνια για ταξίδι, για τις φυλάξει όταν πήγαιναν αυτοί στην μαστοριά ταξίδι…
Ήταν ο έμπιστος, ο φερέγγυος θεματοφύλακας τους!...
Και ήταν στις δοσοληψίες του συνεπείς.
Δεν έχει ακουστεί ότι αθέτησε ποτέ τον λόγο του!...


Όλοι τους τότε, στο χωριό όταν κάποιος τους ζήταγε δανεικά λεφτά, είτε γιατί δεν είχανε, είτε γιατί δεν θέλανε να του δώσουν, για να τον αποφύγουν, του έλεγαν:
Ποιος είμαι εγώ για να έχω λεφτά;
Ο Διαμαντής ο Βέργος που είναι λεφτάς και έχει λεφτά σαν τράπεζα!…
Εκεί να πας στην τράπεζα…  να  του ζητήσεις, να σου δώσει…
Ακόμα και σήμερα  έτσι μολογιέται…
Ποιος είμαι;…
Ο Διαμαντής ο Βέργος;… 

Οι κακόγλωσσοι, οι κακόπιστοι, όμως τον λέγανε τοκογλύφο…
Αντί να τον λένε ευεργέτη!...
Διότι αυτός, ήταν ο μόνος, που τους διευκόλυνε στην ανάγκης τους, την ώρα που κανένας δεν τους εμπιστεύονταν να τους δανείσει….
Αδίκως όμως τον έλεγαν τοκογλύφο, διότι, κανέναν δεν τον έπιασε με το ζόρι  να τον δανείσει, να του δώσει τους κόπους της δουλειάς του, τις οικονομίες του, από τις στερήσεις του…
Την περιουσία του την έκανε μ
ε την πολύ δουλειά και την νοικοκυροσύνη, δεν την βρήκε κληρονομιά...
Παρακαλώντας πήγαιναν και  του ζητούσαν διευκόλυνση….
Να τους δανείσει….

Όμως
  όταν ερχόταν η ώρα να εξοφλήσουν, να επιστρέψουν τα δανεικά, τους κακοφαινόταν, και κρυφά και φανερά τον έβριζαν, όπως και τώρα βρίζουν τις τράπεζες, γιατί τάχα αυτές φταίνε που τους δάνεισαν….
Και όχι αυτοί που δανείστηκαν και κατασπατάλησαν τα δανεικά για την καλοπέραση τους….
 
Εγώ αυτούς τους ανθρώπους που δανείζουν τα χρήματά τους, τους λέγω και ονομάζω εμπόρους χρήματος…
Και όχι τοκογλύφους….

Αυτοί είναι χρήσιμοι.
Γιατί;…
Γιατί αυτοί οι άνθρωποι
 προσφέρουν κοινωνικό και οικονομικό έργο.
Κοινωνικό διότι βοηθούν, διευκολύνουν τον συνάνθρωπο τους , τους επιχειρηματίες να είναι συνεπείς στην συναλλαγή του, ώστε να μη χάσουν την αξιοπιστία τους στην οικονομική αγορά, στην κοινωνία…. Να διατηρήσουν την πίστη τους.... 
 Την στιγμή που δεν τους δανείζουν τα πιστωτικά ιδρύματα…. Ενισχύουν την εμπιστοσύνη τους.  Να έχει, να έχουν αυτοί που έχουν ανάγκη την δυνατότητα δανεισμού….
Και οι φρόνιμοι τότε έλεγαν και τώρα ακόμα λένε:
{Δανείσου, καλοπλήρωνε, για να σε ξανά δανείσουν…}

Και από τα δανεικά με την δουλειά του ο καθένας να ανακάμψει και να αποκτήσει δικά του κεφάλαια…
Ακόμα- ακόμα και με τα κεφαλαιακά γιδοπρόβατα!!!…
 Στην οικονομία, αυτοί βοηθούν την παραγωγή οικονομικών αγαθών…
Δίνουν την δυνατότητα στο επιχειρηματία να αγοράσει πρώτες ύλες, να τις επεξεργαστεί, να παραγάγει  το τελικό οικονομικό αγαθό και να κερδίσει….
Δίνουν το σπόρο να σπείρουν το χωράφι!...

Όπως ο έμπορας εμπορεύεται και κερδίζει ένα ποσοστό από κάθε πώληση του εμπορεύματός του που έχει αξία και έδωσε, δαπάνησε,
 κόπο και  χρήμα, για να το κατασκευάσει, ή, να το αγοράσει, έτσι και αυτός, ο έμπορας χρήματος, εμπορεύεται το διαθέσιμο χρηματικό του απόθεμα, με το να το δανείζει αυτό, σε αυτούς που μπορούν και το χρειάζονται για να το χρησιμοποιήσουν. 
Όπως λέγεται και μολογιέται, πολλοί ήταν αυτοί στο χωριό που δανείστηκαν από αυτόν,  τον Διαμαντή  τον Βέργο, τον τότε τραπεζίτη….

Ο Διαμαντής ο Βέργος είχε ευαισθησίες…
Διευκόλυνε αφιλοκερδώς του συγχωριανούς του, σε περιπτώσεις αρρώστιας και μεγάλης ανάγκης επιβίωσης της οικογένειας…
Ο ίδιος είχε δοκιμάσει την κακοτυχία και το χτύπημα της μοίρας.
Από νωρίς έχασε την γυναίκα του που ήταν από το τρουπαίικο σόι και του άφησε πίσω της, τις δύο μικρές του θυγατέρες, την Βασίλω, που παντρεύτηκε τον Θοδωρή τον Κουτσανδρέα τον πρέζα[Την πρέζαινα] και την Ελένη που παντρεύτηκε τον Γιάννη Δημόπουλο[ τον σκορδί], [ την Διαμαντολένη την σκορδού ] και για να τα αναθρέψει τα μικρά παιδιά του, αναγκάστηκε να παντρευτεί χήρα γυναίκα, που είχε και παιδιά δικά της…
Ήταν καλή η γυναίκα και φρόντιζε τις κόρες του, αλλά πιότερο νοιαζόταν για τα δικά της παιδιά…. Και είναι φυσικό….
Τότε ο γέρο Διαμαντής είπε την Παροιμιώδες φράση.
Κατάρα, ή συμβουλή;
Την αναφέρω εδώ μόνο για συμβουλή.  
{Ανάθεμα τον, που παίρνει, αγοράζει καβαλημένο άλογο, μουλάρι και αυτός που παίρνει παντρεύεται χήρα γυναίκα… Τα χούγια τους δεν τα διώχνουν… Δεν σιάζουν…  Όσο  και να προσπαθείς, τα χούγια τους δεν φεύγουν…} 


 Την εποχή αυτή, όπως μολογιέται, σε ανάγκη ήρθε και ο παππάς του χωριού για να κάνει  την δουλειά του. Πήγε  στον τραπεζίτη τον γέρο Διαμαντή Βέργο, παρακαλώντας τον  και δανείστηκε και τα δανεικά δεν ήταν για αρρώστια, δανείστηκε και έκανε την δουλειά του…
Ήρθε και η ώρα της εξόφλησης, τα δανεικά ο παππάς να επιστρέψει.
Αλλά ο παππάς, ούτε κουβέντα, ούτε λόγος να γίνεται για τα δανεικά. [ Τότε ο παππάς δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, δεν είχε μισθό, τον πλήρωνε το χωριό.. με το συνοίκι, από την παραγωγή.]
Τάχα είχε;...
Και εκεί που του χρεωστάγανε τον γάιδαρο, στον γέρο Διαμαντή τον Βέργο, του ζητάγανε και το βόδι…
Αναγκάστηκε ο Διαμαντής να του τα ζητήσει.

Τότε ο παππάς, τον εξύβρισε, του είπε πως δεν του χρωστάει τίποτα, ότι εκμεταλλεύεται τον κόσμο….
Οι περισσότερες δοσοληψίες τότε γινόταν χωρίς χαρτιά, γραφές και αποδείξεις, με τον λόγο…
Και ίσως ο γέρο  Διαμαντής τον εμπιστεύτηκε και δεν είχε τέτοια χαρτιά και αποδείξεις…
Ο παπάς ήταν…
Τον είπε ο παπάς, τοκογλύφο, άνθρωπο του Μαμμωνά και άνθρωπο του διαβόλου…
Του είπε φωναχτά, ότι παράδεισο δεν βλέπει και από μακριά θα τον κοιτάζει και από αλάργα θα τον αγναντεύει και μέσα  στον παράδεισο δεν θα μπαίνει….
Του είπε και το χειρότερο, πως θα του κάνει αφορισμό, πως θα διαβάσει το μεγάλο αφοριστικό να είναι καταραμένος….
Και όταν πια θα πεθάνει, να μη επιτρέπεται να διαβαστεί σε εκκλησιά, ούτε να θαφτεί μέσα στο νεκροταφείο μαζί με τους άλλους…. 


Ο γέρο Διαμαντής πολύ θύμωσε, όμως συγκρατήθηκε και του λέει: 
-Τι να σου κάνω ρε παπά που φοράς τα ράσα και σε έχουν ανάγκη οι Χριστιανοί, να βαράς  της εκκλησιάς την καμπάνα τις γιορτινές τις ημέρες, απ αλλιώς σου έλεγα εγώ πως θα σε έκανα… 
Έχε χάρη στο καμηλαύκι σου…. 
Παπά.... Τα ακούς;...
Εμένα, άσε με…
Μη με λιβανίζεις…
Ας είμαι από σένα καταραμένος, αφορισμένος…
Αθυμιάτιστος... Αλιβάνιστος....
Αλλά να ξέρεις ο,τι  οι κατάρες και οι αφορισμοί σου, σε εμένα δεν με πιάνουν... Ξωπίσω ξαναγυρνάνε...
Ούτε σε θέλω, όταν πεθάνω εσύ με το θυμιατό σου να με λιβανίσεις…. 

Θα κάνεις, ή δεν θα κάνεις αφορισμό και  θα διαβάσεις, ή δεν θα διαβάσεις τις κατάρες σου, εμένα δεν με νοιάζει...
Για εμένα εσύ, την συγχωρητική ευχή, να μη μου την διαβάσεις, ούτε  και να με θάψεις….
Αυτήν είναι η δημόσια δήλωση μου και η δημόσια επιθυμία μου.
Οι φίλοι μου και οι συγγενείς πρέπει να την εκτελέσουν….
Αφού ο παππάς, ο άνθρωπος του Θεού, αυτά λέει και τέτοια κάνει….

Εγώ τι άλλο να ειπώ;
-Ας  θυμιατίζει, ας λιβανίσει όλους τους άλλους καλά και ας αφήσει εμένα αλιβάνιστο, απέξω….
Άμα οι φίλοι μου είναι όλοι τους στον παράδεισο, που εκεί που άξια τους αξίζει να πάνε,  να είναι, τότε κοντά τους, σαν φίλοι καλοί, θα απλώσουν το χέρι του, θα μου το δώσουν να πιαστώ και όλοι τους μαζί  θα με τραβήξουν  με δύναμη, μαζί τους και εμένα…
Δεν έχω τέτοιο φόβο….
Οι φίλοι μου θα το φροντίσουν!...

 Ο γέρο Διαμαντής ο Βέργος ήταν καλός Χριστιανός πήγαινε στο μοναστήρι στον Αγιάννη τον Πρόδρομο και κοινωνούσε και πολλές φορές πήγαινε στην εκκλησιά. Στην εκκλησιά που πήγαινε, έπιανε στασίδι να μη βλέπει τον παπά την ώρα της λειτουργίας όπως έλεγε και κολάζεται, αλλά μόνο να ακούει την ψαλμωδία…  
Είχε σεβασμό στα θεία και ιερά!...

Ο ίδιος έλεγε:
«Ο παπάς και διάβολος να είναι έξω από την εκκλησιά, μέσα στην εκκλησιά, στην Ωραία Πύλη, την ώρα που κρατά τα Άχραντα Μυστήρια, το Άγιο δισκοπότηρο, το Ευαγγέλιο, έχει την Θεία χάρη!...
Για Αρχάγγελος μοιάζει!...»

Ο γέρο Διαμαντής ο Βέργος πεισμάτωσε με τα λόγια του παπά και φρόντισε από μόνος του για τα στερνά του, τα μεταθανάτια αιώνια χρόνια…
Και όπως  ο αείμνηστος  ο δάσκαλος Βασίλης Δάρας  στο βιβλίο του, Ιστορικά του Σέρβου Γορτυνίας, τόμος Β, οι γενιές των Σερβαίων, εκδ Αθήνα 1988, σελ 40- 41,λέει: «….Όταν έφτασε στα γεράματά του, σαν είχε λεφτά, έφτιαξε μόνος του το μνήμα του, έξω από το νεκροταφείο στου ΄΄Παπά  την φακή΄΄για να ξεχωρίζει….»
Στην είσοδο του νεκροταφείου του χωριού, στο τρίστρατο, των δρόμων  που πηγαίνει προς τα αμπέλια στο Τρανό αλώνι Σκάλα και συνεχίζει για τα χωριά Ψάρι Παλούμπα και  τα χωριά της Ηραίας και στον δρόμο που πηγαίνει για τους Αράπηδες, Μπουγιάτι, Κοκκινοράχη κλπ εκεί είναι το χωράφι του Παπά η Φακή, ιδιοκτησίας τότε του Παπανικολάου.
Εκεί από αυτό το χωράφι αγόρασε  από τον τόπο του, την γωνία,  περίπου δώδεκα τετραγωνικά μέτρα και το πλήρωσε, χωρίς παζάρια, όσο, και όσο. Όσα του ζητήσανε, πανάκριβα, και όπως λένε, περισσότερο από ένα οικόπεδο μεγάλο,  τότε, σε καλό μέρος στην Αθήνα. 


Εκεί σε αυτό μέρος, τον παρθενικό τον τόπο, μόνος του, από πείσμα έφτιαξε περίλαμπρο σκαλιστό  πέτρινο τάφο, [τον τάφο του] μνημείο κενό,  με σκαλιστή πέτρινη πλάκα, υπερυψωμένο, σκεπαστό με θόλο, θολοτριγυρισμένο, από πάνω όπως λέγανε, με πέτρινο σκαλιστό σταυρό. 
Εκεί απέναντι από την είσοδο του νεκροταφείο στον απάνω όχτο του δρόμου λένε πως έφτιαξε τότε το  πέτρινο σκαλιστό εικονοστάσι των Αγίων Θεοδώρων. 

Μετά με υπερηφάνεια,  με πόνο, ή, με καημό, ποιος ξέρει;…
Έλεγε:
-Σε εμένα θα ανάβουν μπόλικα κεριά, θα καίγεται περισσότερο λιβάνι, θα με λιβανίζουν και οι περαστικοί, οι διαβάτες, οι στρατολάτες, και όλοι οι φίλοι μου, που θα έρχονται και θα περνούν από τα κάτω χωριά της Ηραίας…
Θα πηγαίνουν πάνω, κάτω, πέρα. δώθε...
Έπιασα το διάσελο, το τρίστρατο, την θηλιά, το σταυροδρόμι!…  

Τώρα δεν έχω ανάγκη...
Θέλουν δεν θέλουν θα μου ανάβουν το καντήλι...
Αφού θα είμαι μπροστά τους...
Τον παπά αυτόν, να ήξερα ποιος θα τον λιβανίζει;…
Και ποιος θα του ανάβει το καντήλι;...

Τα χρόνια πέρασαν ο γέρο Διαμαντής στα 77 χρόνια τον κάλεσε ο Θεός, να φτιάξει και εκεί επάνω καλλιτεχνήματα, [είχε πρωτοστατήσει ως έμπειρος, στο κτίσιμο του ασβεστοκαμίνου της εκκλησίας, και στην εκκλησία βιβλ Β Δάρα σ 40] και σαν πουλάκι έφυγε… 

Ο παπάς του χωριού και ο παπάς από το γειτονικό του Λυκούρεσι στην εκκλησιά του χωριού τον έψαλλαν και του έκανα την τελετή της κηδείας.
Ο παπάς που είχανε μαλώσει βρύση  πηγαίνανε τα δάκρυα…
Τον έκλαψε πιότερο από όλους τους άλλους....
Τα δάκρυα του, του ξέπλυναν κάθε παρεξήγηση, διχόνοια και αμαρτία… Συγχωρέθηκαν...

Το ενταφίασαν  εντός του κοιμητηρίου με την χριστιανική παράδοση. 
Η  δημόσια διαθήκη του δεν τηρήθηκε… 
Το ποιος είχε το δίκιο και το άδικο, μόνο ο Θεός το ξέρει….

Το πετρόχτιστο, σκαλιστό, περίτεχνο μνημείο, θεωρήθηκε ότι ήταν το κτίσμα πείσματος,  ευαισθησίας και  υπερηφάνειας.... 

Τα περίτεχνα  σκαλιστά αγκωνάρια του, κλάπηκαν από τους συγχωριανούς του. Τώρα στηρίζουν σπίτια ομόνοιας, προκοπής, αγάπης!...
Σε αυτόν τον τόπο, ας τον ακριβοπλήρωσε, εκεί στο τρίστρατο, δεν έχει μείνει τίποτα, να μαρτυρά, να μολογάει στους στρατολάτες, στους περαστικούς, αυτό το μόλογο!...

Βέργος Στ Γιάννης{Γοτύνιος} 

15.02.2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου