Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Το μπράβο!!... [.της δεκαετίας 1950 ]

Όνειρα, ελπίδες πολλές, μεγάλες προσδοκίες,  του γεννηθήκανε και είχε όταν ήτανε παιδί που πήγαινε στο σχολειό και του λέγανε  αριά και που οι δάσκαλοι του πως κάτι και αυτός  αξίζει!
Και αυτό το επιβεβαιώνανε κάπου, κάπου,που και που και με κανένα μπράβο. Τότε αυτό το μπράβο από αυτούς, τους τότε  τους δασκάλους, με δυσκολία, αργά και που το άκουγες…. 
Αυτό το λέγανε, και έβγαινε από το στόμα τους  σαν να ήτανε το κάτι  τις το ακριβό, το πολύτιμο, το σπάνιο…. Σαν να ήταν το κάτι που θα  το έχαναν αυτοί όταν το έλεγαν και έβγαινε από το στόμα τους. Θα το έχαναν αυτοί  και θα έφευγε για πάντα  αυτό  από πάνω τους, από κοντά τους…
Και ότι αυτό ήταν  το μεγάλο αγαθό, ο θησαυρός, ήταν το σπάνιο και είχε μεγάλη, πολύ μεγάλη αξία!
Ήταν όμως το μπράβο αυτό στην γλώσσα τους χορτάτο!.
Μπράααβο!...  μπράβο!…
Δεν  χόρταινε όμως η κοιλιά με αυτό το μπράβο....
Αλλά χόρταινε πιότερο το μυαλό, με  ελπίδα για το αύριο!!!.

Γέμιζε με θέληση  ο νους, με δύναμη  το κορμί και προσδοκία η καρδιά, για κάτι τι το άγνωστο το καλύτερο, το πολύ τρανό, το χορτάτο το ψωμί, για το μακρινό το αύριο…
Την μεγάλη, την πολύ μεγάλη ελπίδα!…
Ευχαριστιότανε τότε, το κάτι μέσα μας,  από αυτό το άγνωστο του μπράβο και αυτή η ψυχή μας!... Αλλά….  Τότε  και μονάχα με αυτό το μπράβο, έβγαζες φτερά, στο νου, στην σκέψη, στο κορμί σου και καταλάβαινες πως και εσύ, αφού σου το λέει ο δάσκαλος το μπράβο, ότι κάτι καλό αξίζεις.
Και το ένιωθες καλύτερα, όχι από το μεγάλο τον βαθμό, που στο δημοτικό δεν ξεπερνούσε το έξη, εφτά και στο γυμνάσιο δεν  πέρναγε το δεκάξι, αλλά μόνο με αυτό και από αυτό το σπάνιο μπράβο!!!..

Με φτώχεια τέλειωσε το δημοτικό  το παιδί, και από τους γονείς του, καμία ορμήνια.
Ήσαν αγράμματοι.
Τα λίγα γραμματάκια τα έμαθε στη πλάκα με το κοντύλι, και ότι, έκανε ο δάσκαλος με τα εκατό δέκα παιδιά που είχε σε τρεις τάξεις.
Στο γυμνάσιο με φασαρία και από ντροπή στο δάσκαλο  το έστειλαν τότε οι γονείς το παιδί και πήγε να δώσει στο γυμνάσιο εξετάσεις.
Είχανε την αμφιβολία  τους, μήπως  το παιδί  δεν αξίζει, δεν κάνει τίποτα και πάει η ημέρα στράφι.
Και  δεν είναι μόνο αυτό, είναι και η κοροϊδία του κόσμου…
Αυτήνε που την βάζεις;…
Δεν είχες τόπο να σταθείς…
Σε κορόιδευαν ούλοι…. Μικροί, μεγάλοι...

Μόνο ο δάσκαλος έβλεπε λίγο πιο πέρα…..
Με την επιμονή του δασκάλου ότι το παιδί είναι καλό, είναι έξυπνο έχει μυαλό, είναι φωστήρας και ας έχει στο απολυτήριο βαθμό το έξη, κάνει να πάει στο γυμνάσιο και για γράμματα πιο πάνω.
-Μη τον καθυστερείτε έλεγε ο δάσκαλος στους γονείς  του.
-Τι λες δάσκαλε, αυτό είναι κακοκέφαλο,  είναι σκληρό, τα  πιότερα γράμματα δεν μπαίνουν στο κεφάλι του…
Δεν χωράνε, από τις διαβολιές που κάνει.
-Τι το θέλεις να είναι οκνός, μωρόχαυλος, κοιμήσης;;
Είσαι με τα καλά σου;
Και αυτοί τότε οι γονείς ρουντζωμένοι με δυσκολία το αποφάσισαν να χάσουν την μια ημέρα από τις δουλειές του παιδιού και για δοκιμή να το στείλουν μόνο του για εξετάσεις στο γυμνάσιο, στα Λαγκάδια.

Απόκρυφα ολημερίς και ολονυχτίς, έλεγαν για τον δάσκαλο και τον κατηγορούσαν:
-Ο δάσκαλος όπως το πάει, το πάει το πράμα, με το σιγά- σιγά και με το λάου- λάου,  σιγούλια- σιγούλια  σαν την γάτα το ποντίκι, θα μας καταφέρει και θα μας πάρει στο λαιμό του και οι δουλειές μας θα μείνουνε πίσω…
Δεν κάνει αυτό το παιδί για γράμματα…
Τι γράμματα να μάθει αυτό;...
Αυτό, όταν γυρίζει από το σχολειό από μακριά, πριν μπει μέσα στην πόρτα, την σάκα του πετάει και όπου πάει...
Ο νους του είναι όλο στο πετροβόλημα, να σπάσει κανά κεφάλι στα παιδιά και να μην αφήσει  κεραμίδι, για κεραμίδι, στα αποκατινά τα σπίτια…
Και για να φτιάχνει σφεντόνες, είναι πρώτος....
Κανένας δεν του βγαίνει...
Συναγωνίζεται και τον διάβολο  σου λέω….
Να πηγαίνει απάνω, κάτω, στα μαγαζιά  σβουντούρα, να μην αφήνει ούτε το φώλο στην φωλιά... Και αυτόν το φώλο ακόμα-  ακόμα να τον πηγαίνει στον Κατσέπα  να πάρει λάστιχα για την σφεντόνα.
Ογράτισα  σου λέω με δαύτο, να φωνάζω....
Όλη την μέρα, στο πουρνάρι, στον κισσό να λημερνάει,  να σημαδεύει τα τσιροπούλια  και ο Θεός έχει φυλάξει και δεν έχει στραβώσει κανά παιδί…
Να με βρει η συμφορά η μεγάλη…. Να μη ξέρω τι να κάνω…
Και όλα τα φταιξίματα τα βάρετα θα τα ρίξουνε  μετά σε μένα την κακομοίρα, που δεν το συμμαζεύω, δεν το συμμορφώνω, το ασυμμόρφωτο, το ασυμμάζευτο.
Τι να κάνω πια;…
Το ξύλο που έχει φάει για να γίνει άνθρωπος δεν λέγεται…
Και όμως άνθρωπος δεν γίνεται…
Ούτε πρόκειται να γίνει…
Το κυνηγάς τον βαρείς, και αυτό γελάει, με κοροϊδεύει....
Αν το πάρα ζορίσω, μετά με πετροβολάει...
Δεν ξέρω τι να κάνω;
Και τι λέει αυτός ο δάσκαλος, εγώ δεν ξέρω…
Εγώ την βλέπω την προκοπή μπροστά μου…
Εγώ του τσακίζω την μια σφεντόνα, την ρίχνω στην φωτιά και αυτός με περιγελάει…
Αμέσως την άλλη ημέρα σαν τον διάβολο, άλλη μου παρουσιάζει.
Κάνει αυτό για γράμματα;
Άμ δεν κάνει….

 Και ο δάσκαλος μου φαίνεται την καταστροφή μας θέλει.
Αυτός καλά την έχει βρει, κρέμεται κάθε μήνα από την θυρίδα και η θυρίδα δεν τον αφήνει ποτέ στο έτσι.
Το ψωμί του το έχει εξασφαλισμένο
Ρωτάει και εμάς τους άλλους;….
Θέλει να μείνουνε οι κήποι μου  άσκαφτοι και απότιστοι, για να μας κόψει η πείνα…
Αλλά πιστεύει ποτέ, ο χορτάτος, τον νηστικό, τον πεινασμένο;
Και ο δάσκαλος είναι χορτάτος… Και τι χορτάτος άκοπα χορτάτος…
Τι κάνει; Τι κάνει;…
Μήπως σκάβει όλη μέρα;
Κουράζεται, ιδρώνει, να κρατά στα χέρια του τον χάρακα και να βαράει τα παιδιά όλη μέρα...

Με το μυαλό που έχω εγώ και με το τέτοιο παιδί που έχω, μπα να λες εσύ δάσκαλε, αυτή την χάρη δεν στην κάνω…
Για να κοροϊδεύεις και εσύ με μένα που οι κήποι μου θα μείνουν ξερικοί,  απότιστοι, να ξοδεύομαι, να με φάνε τα ενοίκια και το παιδί θα σουρμπεταρίζει πέρα δώθε τα Λαγκάδια ασκόπως.
Να με κοροϊδεύει ο  κόσμος, η κοινωνία….
Εγώ είμαι έξυπνη,δεν είμαι μπούφος, ας μη ξέρω γράμματα, κρατά νοικοκυριό και έχω σπίτι ανοιχτό, δεν σκοπεύω να το κλείσω με παλιούρια….

Ερώτησα εγώ και το μπάρμπα Γιώργη τον Δήμα την γνώμη του να πάρω. Και αυτός που κόβει το μάτι του, έχει μυαλό και γνώση, την γνώμη του αμέσως μου την λέει.
 Ο μπάρμπα Γιώργης ήταν μαραγκός,  έφτιαχνε  τότε την μεσάντρα στο σπίτι. Μόλις το είδε το παιδί το πώς συμπεριφέρεται είπε:
-Αυτό δεν κάνει για γράμματα, δεν είναι  αυτό για τέτοια προκοπή, και μη χαλιέσαι και  μη ξοδεύεσαι…
Για λασπιτζής, σκληρό παιδί είναι, για εκεί θα κάνει…
Μπορεί να γίνει και μάστορας,να βάζει, να καλιάει την μια πέτρα πάνω στην άλλη, με την ορμήνια του πατέρα του.
Ο πατέρας του είναι καλός μάστορας, είναι και πελεκάνος, αυτός τον πατέρα του, όσο και να πασκίζει δεν πρόκειται να το φτάσει.
Βλέπεις κυρά και αρχόντισσα, το παιδί επήρε και από το άλλο σόι, το δικό σου, που είναι λίγο χοντροκέφαλοι. Μη περιμένεις να γίνει δάσκαλο, γιατρός, υπάλληλος, δικηγόρος και μη σου κακοφαίνεται το παιδί, δεν κάνει για πάρα πάνω.

-Αυτά είπε ο άνθρωπος που ξέρει….
Αυτός  βλέπει πιο μακριά, κόβει τα ξύλα, τα πλανίζει και δεν κάνει λάθος. Κλείνει το ένα μάτι του και κοιτά με το άλλο, εάν το ξύλο το σανίδι είναι ίσιο, η στραβό και δεν θα ιδεί το παιδί με ανοιχτά και δύο του τα μάτια;... 
Τι ξέρει ο δάσκαλος παραπάνω;…
Άμα το παιδί και αυτός ο δάσκαλος κάνουν λάθος στον πίνακα, ποιος τους βλέπει και ποιος τον καταλαβαίνει;...
Και ποιος ελέγχει τον δάσκαλο;…
Κανένας….
Δουλειά χωρίς έλεγχο και απολογία…
Είναι δουλειά αυτή;
Με το σφουγγάρι το σβήνει ότι γράφει στο πίνακα η κιμωλία και μετά δεν βλέπει κανένας τίποτα και όλα  είναι καλά  γινωμένα…
Ενώ, άμα κάνει λάθος ο μπάρμπα Γιώργης ο μαραγκός, το βλέπεις το ξύλο, το σανίδι που το έκοψε και πήγε στράφι.
Το βλέπεις  το λάθος, βλέπεις την τάβλα στην μεσάντρα που πάει σαν ξεσαγωνιασμένη,  το βλέπεις το σχέδιο που κάνει στο ταβάνι, που ο ρόμβος του, στην μέση που γκαβίζει.
Ο μάστορας ο μπάρμπα Γιώργης,  είναι καλός, κόβει το μάτι του πιότερο από του δάσκαλου, αφού τα πολλά τα σανίδια  τα κάνει καλά και
δεν
του πάνε στράφι…  
Αυτόν θα ακούσω…
Όλοι δάσκαλοι και δικηγόροι θα γενούνε;

Αλλά ο δάσκαλος που τα ήξερε, και γνώριζε από αυτά, τις τέτοιες, συμπεριφορές των γονιών, από βραδύς όταν ήταν τα παιδιά να πάνε στα Λαγκάδια για να δώσουν εξετάσεις γύριζε σπίτι, σε σπίτι και έλεγε στους γονείς τους, να ετοιμάσουν το τράιστο, το σακούλι του παιδιού, με λίγο ψωμί, τυρί, ελιές και κανά κεραμίδι και πρωί- πρωί να το σηκώσουν να πάνε μαζί στα Λαγκάδια για εξετάσεις… Και όπου καταλάβαινε μεγάλη δυστροπία, νυχτούλια το πρωί, πήγαινε και χτύπαγε την πόρτα και το έπαιρνε το παιδί από το χέρι και με το ζόρι ακόμα.

Αυτοί ήταν οι τότε  δάσκαλοι!...
Ήσαν ηγέτες!!! Καθοδηγητές!...
Ήσαν  οι πνευματικοί και κοινωνικοί αναμορφωτές!….
Αυτοί έφεραν τότε με την ηθική παιδεία στα παιδιά, με την θέλησή τους και την επιμονή τους, της προκοπής ελπίδα!…. 
Και  μας έλεγαν:
"Περπατάτε στα αχνάρια μου και στην περπατησιά μου".
Τότε..., όταν μας οδηγούσαν και πηγαίναμε από το χωριό στα Λαγκάδια για εξετάσεις στο Γυμνάσιο…
Αυτοί ήσαν, τέτοιοι ήσαν τότε οι  δάσκαλοι μας!!!....
Ηγέτες!...
Περήφανοι!!!
Αυτούς, τέτοιους, χρειάζεται η σημερινή κοινωνία...
Και δικαίως μπορούμε να λέμε για αυτούς, ότι είπε ο Μέγας Αλέξανδρος….
«Εις μεν τους γονείς μου οφείλω το ζειν, εις δε τους διδασκάλους μου το ευ ζείν.»

 Γιάννης Στ Βέργος{Γοτύνιος}
03.12.2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου