Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Η Αγαρηνή Τέχνη

Αναδημοσίευση
http://servouvillage.blogspot.gr/2016/05/blog-post_31.html
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Γ. Κωνσταντινόπουλου
«Η Μαθητεία στις Κομπανίες των Χτιστών της Πελοποννήσου»
Αθήνα 1987
 

Της μαστοριάς τα βάσανα, 
της ξενιτειάς τα πάθη 
τα είδε ο ήλιος κι έσβησε 
και το φεγγάρι εχάθη.

Τ ακούσανε κ οι θάλασσες
και φούσκωσαν το κύμα: 
στην ξενιτειά, στη μαστοριά, 
είσ’ ό μισός στο μήμα.
Και οι ίδιοι οι μαστόροι στις διηγήσεις τους, και όσοι ασχολήθηκαν με τις πλανόδιες κομπανίες των χτιστών, υπογραμμίζουν με τα μελανότερα χρώματα τη ζωή των μαστόρων στα ξένα.

Θα χρειαζόταν ολόκληρος τόμος για να καταγραφούν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι χτίστες, και κυρίως οι μαθητευόμενοι, στους ξένους τόπους.
Εδώ όμως δεν είναι δυνατόν παρά να επισημανθούν μερικές μόνο όψεις της «αγαρηνής τέχνης», όπως η κουραστική δουλειά, η μεγάλη διάρκεια του ωραρίου εργασίας, η σεξουαλική στέρηση, οι συνθήκες διατροφής και διαμονής.
Το ημερήσιο ωράριο εργασίας των χτιστών, σε παλαιότερες εποχές που δεν υπήρχε κρατική παρέμβαση στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ή αυτή ήταν υποτυπώδης, οριζόταν «ήλιο με ήλιο» ή «άστρι μ’ άστρι» δηλαδή, από την ανατολή ώς τη δύση του ηλίου[1], με μικρή μόνο διακοπή για το κολατσιό και το μεσημεριανό φαγητό[2].
Το ωράριο αυτό εργασίας ήταν ιδιαίτερα εξοντωτικό για τα νεαρά άτομα του μπουλουκιού, δηλαδή τα μαστορόπουλα, που δεν είχαν ακόμα αναπτύξει τις σωματικές δυνάμεις τις οποίες απαιτούσε η κουραστική δουλειά που έκαναν.
Τα μαστορόπουλα όμως δούλευαν και πέρα από το ωράριο αυτό, αφού και κατά τις ώρες που οι μαστόροι αναπαύονταν ή «έβγαιναν στην αγορά» (— πλατεία του χωριού), ήταν υποχρεωμένα να ασχολούνται με τα ζώα.
Έπρεπε να τα ξιστρώνουν, να τα ποτίζουν[3], να τα πηγαίνουν για βοσκή και να τα φυλάνε.
Αν τα ζώα έμεναν αφύλακτα, κατέστρεφαν τις αγροτοκαλλιέργειες και οι χτίστες υποχρεώνονταν σε αποζημίωση των καλλιεργητών.
Οι τελευταίοι πολλές φορές αχρήστευαν τα ζώα, σπάζοντάς τους τα πόδια.
Φαίνεται όμως πως και οι ίδιοι οι μαστόροι κακομεταχειρίζονταν τα ζώα.
Στη Λάστα της Γορτυνίας έλεγαν:
«Όποιος δίνει γυναίκα σε Λαστιώτη και γαϊδούρι σε Λαγκαδινό, κολάζεται».
Τα ζώα τα φύλαγαν επίσης για να μην τα κλέψουν[4]
Τις Κυριακές ή τις. επίσημες αργίες που το μπουλούκι δεν δούλευε, τα μαστορόπουλα απασχολιόντουσαν μόνο με τα ζώα[5]
Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, τα ζώα δεν τα άφηναν στο ύπαιθρο, αλλά τα έκλειναν στο «κατώι», όπου τα τάιζαν σανό. Έτσι τα μαστορόπουλα έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν. Μα και τότε οι χτίστες τα πείραζαν::

Ο Θεός βρέχει,
ο μισθός τρέχει,
το καζάνι βράζει, 
το μαστορόπουλο τί το νοιάζει;[6]

Τα μαστορόπουλα ξεκινούσαν για δουλειά «μόλις λάληγε ο κόκορης», προτού δηλαδή ξυπνήσουν οι χτίστες και πιάσουν δουλειά.
Με την ανατολή του ηλίου, τα μαστορόπουλα έπρεπε να βρίσκονται στον τόπο της οικοδομής με τα ζώα φορτωμένα πέτρες, άμμο, νερό.
Οι μαστόροι ζητούσαν συνεχώς από τα μαστορόπουλα οικοδομική ύλη, «ζιόμπολα[7]και λάσπη», και πάντα φώναζαν σε αυτά ότι αργοπορούν, ότι δεν δουλεύουν, ότι «παίζουν», και εκτόξευαν εναντίον τους την απειλή «θα λογαριαστούμε στο σάισμα»[8].
Ουσιαστικά δηλαδή τα μαστορόπουλα δεν είχαν ώρες ανάπαυσης, αλλά βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση και εγρήγορση.
Ιδιαίτερα δύσκολες ήταν οι συνθήκες εργασίας για τα μαστορόπουλα το χειμώνα. Διηγείται[9] ο παλιός χτίστης Βαγγέλης Ανά- στου Γιαννικόπουλος, από τα Λαγκάδια, που πρωτοπήγε στη μαστοριά το 1926 και εθήτευσε στο επάγγελμα σαράντα ολόκληρα χρόνια:

«Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Πότε όξω με τα ζα, βρέχοντας και χιονίζοντας, με τους πάγους να σκάνε τα χέρια από τα κρύα, τις πέτρες και τις παγωμένες λάσπες, το βράδυ στο βουνό να μας θερίζουν οι αέρηδες, οι μπάρες και τα χαλάζια, και την αυγή πριν λαλήσει ο κόκορας να γυρίζουμε με τα ξεροβόρια στη δουλειά[10]. Ήτανε σκληρός και πικρός ο χειμώνας».

Oι μετακινήσεις απο τοπο σε τόπο, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες, ήταν μια άλλη δοκιμασία για τους μαθητευομένους. Πάντοτε έπρεπε να βιάζονται, να ξεκινούν νωρίς και να μην αργοπορούν στο δρόμο. Αν το ξεχνούσαν, αποκαμωμένοι από την κούραση, τους το υπενθύμιζαν οι μαστόροι:

Σηκώτε κ εφώτησε, 
βαράτε κ ενυχτωσε.

Οι αστραπές και οι βροντές προαναγγέλλουν βροχή και άρα ταλαιπωρία[11].
Η οδοιπορία μέσα στο κρύο, στη βροχή και στη λάσπη αποτελούσε πραγματική οδύσσεια:

«Τότες, στις αρχές του χειμώνα με τις ψιλοβροχές και τα χιονοχάλαζα είναι να μας κλαις. 
Βρεγμένοι ίσαμε το κόκκαλο πέφτουμε να ξενυχτήσουμε στ’ αλλουνού το χαγιάτι και σφίγγουμε τις μασέλες μας να μην τριζοβολάνε και πελεκήσουμε τις γλώσσες μας. 
Στη στράτα κάμποσες βολές βάνουμε σε τόπους ούλη τη δύναμή μας για να ξεκολλήσουμε τα πόδια ’πο τη λάσπη. Τ’ αδύνατα ζα να κολλάνε, να πέφτουνε, τα παιδιά να τα σηκώνουνε, εκείνα να ματαπέφτουν και δόστου χαβά (...))

Το καλοκαίρι τα ταξίδια ήταν πιο άνετα.
Γι’ αυτό και τα ταξίδια της δουλειάς άρχιζαν κυρίως την άνοιξη ή τους θερινούς μήνες.
Το μπουλούκι προτιμούσε να δουλεύει στα πεδινά μέρη, όπου υπήρχε παραγωγή, συνεπώς καλύτερη αμοιβή και καλύτερη τροφή.
Ένα μαστορικό τραγούδι, αγαπητό στα μαστορόπουλα, προεξοφλεί ότι στα πεδινά θα «περάσουν καλά»:
Πού πάτε μαστορόπουλα; 
πού πάτε μαστοράδες;
Πάμε κατά την Αχαγιά 
που βγαίνουνε παράδες.

Τον Αύγουστο στην Αχαγιά 
μαστοροπαίδι νά είσαι, 
να τρως, να πίνεις, να κερνάς 
και να καλοκοιμάσαι.


Στα ταξίδια της δουλειάς, οι χτίστες, πέρα από τις ταλαιπωρίες αυτές, είχαν να αντιμετωπίσουν τους ζωοκλέφτες, τους ληστές[12], κάποτε και την αυθαιρεσία κρατικών οργάνων[13]  και τους κακόπιστους εργοδότες.
Ακόμα και ομηρεία μαθητευομένων αναφέρεται σε έγγραφα του 1829[14].
Για μεγάλα χρονικά διαστήματα επίσης έμεναν άπλυτοι, ανάλλαγοι και βρώμικοι με αποτέλεσμα να βασανίζονται από τις ψείρες.
Την ψείρα που «μας ρούφαγε το αίμα» τη φοβόντουσαν περισσότερο από την παγωνιά:

Δε σκιάζουμαι την παγωνιά,

απόφαση το πήρα, 
σκιάζουμαι την αναλλαγιά, 
την κριθαράτη ψείρα.

Η κουραστική δουλειά και το μεγάλης διάρκειας ωράριο εργασίας έφθειραν πολύ γρήγορα, όπως ήταν φυσικό, τις σωματικές δυνάμεις των μαστόρων.
Για να μπορέσουν να συνεχίσουν την άσκηση της «αγαρηνής τέχνης», για να αναπαράγουν δηλαδή την εργατική τους δύναμη, έπρεπε να σιτίζονται καλά (ποιοτικά και ποσοτικά).
Αυτό το πετύχαιναν κυρίως όταν τις δαπάνες διατροφής τους αναλάβαιναν οι εργοδότες τους.
Στις περιπτώσεις αυτές μάλιστα οι χτίστες επινοούσαν διάφορα τεχνάσματα για να εξασφαλίζουν όσο το δυνατό καλύτερη τροφή.

Για να αναγκάσουν λ.χ. τη νοικοκυρά (κυρά την έλεγαν) να τους φτιάξει νόστιμες λαλαγγίδες (= τηγανίτες) έλεγαν στο πιο μικρό μαστορόπουλο να κάνει πως κλαίει για να το δει η κυρά.
Κάποτε η κυρά τό ’βλεπε και ρωτούσε για την αιτία που έκαμε το παιδί να κλαίει.

«Τό ’χει βλέπεις, καλομαθημένο η μάνα του το παλιόπαιδο και θέλει λαλαγγίδες»,
απαντούσε ο χτίστης.
«Και δεν το λες τόση ώρα, μάστορη, για να φτιάξω του παιδιού λαλαγγίδες». έλεγε η κυρά.
«Και μήπως το φτάνουνε δυο-τρεις. Αυτό θέλει να φάει ένα τεψί και μ’ ένα σωρό μέλι», έσπευδε να προσθέσει ο μάστορης, από φόβο μήπως η νοικοκυρά φτιάξει λίγες.

Η κυρά όμως καταλάβαινε το νόημα των λόγων του μάστορη κι έφτιαχνε τηγανίτες για ολόκληρο το μπουλούκι.
Άλλοτε πάλι για να υπενθυμίσουν στη νοικοκυρά ότι στο τραπέζι δεν έφερε κρασί ή ρακί, κλωτσούσαν κάτω από το τραπέζι τη γάτα δυνατά για να πονέσει και να νιαουρίσει.
Με έκπληξη, τάχα, ο μάστορης που την κλώτσησε παρατηρούσε:

«Φτου, να χαθείς! και νόμισα πως πάταγα το παγούρι με το ρακί!». 

Ντροπιασμένη η κυρά σηκωνόταν αμέσως και έφερνε κρασί ή ρακί στο τραπέζι.
Ακόμα και τις προλήψεις των ανθρώπων εκμεταλλεύονταν οι χτίστες προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους.
Κατά τη θεμελίωση του σπιτιού, ο νοικοκύρης, ακολουθώντας παλιό έθιμο, έπρεπε να σφάξει πετεινό ή πρόβατο ή γίδι.
Στους μαστόρους συνέφερε βέβαια να σφάξει αυτός γίδι ή πρόβατο και όχι κόκορη.
Με τρόπο λοιπόν πλησίαζαν τη νοικοκυρά και της έλεγαν:

«Για όνομα του Θεού! μη σφάξετε κόκορη, δεν κάνει. 
Ο κόκορης είναι αερικό, ξωτικό και θα φέρει γρουσουζιά στους νοικοκυραίους. 
Αν δεν έχετε σφαχτό,μη σφάζετε τίποτα». 

Η κυρά τό ’λεγε στον άντρα της και κείνος, για «καλό και για κακό», έσφαζε για «τα καλορίζικα» πρόβατο ή γίδι, προς μεγάλη χαρά των μαστόρων που θα χόρταιναν «κριάς».

Τους τσιγκούνηδες εργοδότες δεν τους συμπαθούσαν πολλές φορές μάλιστα τους εκδικούνταν[15] και τους «κουβέντιαζαν» (= κουτσομπόλευαν)[16].
Μερικοί εργοδότες όμως που γνώριζαν ότι η σίτιση μιας ομάδας χτιστών στοίχιζε ακριβά, δεν δέχονταν να αναλάβουν τις δαπάνες διατροφής των μαστόρων.
Οι τελευταίοι αναγκάζονταν τότε να «πάρουν τη δουλειά σύψωμο», δηλαδή με «ούλα τα έξοδα δικά τους».
Στις περιπτώσεις αυτές οι χτίστες από καλοφαγάδες γίνονταν λιτοδίαιτοι στο έπακρο[17].
Φασόλια, ρέγγες, φακές, κρεμμύδια, ελιές, τυρί ήταν τα συνηθισμένα φαγητά τους.
Το μαγείρεμα αναλάβαινε συνήθως ένα μαστορόπουλο ή κάποιος μάστορης που εκτελούσε χρέη οικονόμου-επιμελητή.
Το πλύσιμο των πιάτων, τα ψώνια, την καθαριότητα και γενικά όλες τις υπηρετικές δουλειές τις έκαναν τα μαστορόπουλα.
Και το φτωχό αυτό φαγητό δεν το χόρταιναν οι μαστόροι και κυρίως τα μαστορόπουλα.
Πολλές φορές για να πετύχουν συμπληρωματική τροφή κατέφευγαν, με τα γνωστά τεχνάσματά τους, στα κεράσματα και το κολατσιό που τους πρόσφερνε κάποια καλή κυρά.

Και στη διανομή του φαγητού οι μαστόροι αδικούσαν τα μαστορόπουλα, πολλές φορές μάλιστα, όπως σημειώνει ο Αθ. Θ. Φωτόπουλος, δεν έδιναν σε αυτά ούτε την απαραίτητη για τη στοιχειώδη συντήρησή τους τροφή[18].
Κλασική έχει μείνει στα μαστόρικα χρονικά η ακόλουθη φράση που αποδίδεται σε κάποιο μαστορόπουλο:

«Πότε θα γίνω μάστορης να. φα’τσεφάλι πράσο»[19].

Η έλλειψη της γυναίκας ήταν ένα άλλο, οξύ και δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Τα αυστηρά και πατριαρχικά ήθη που επικρατούσαν παλιότερα στην ελληνική κοινωνία, κυρίως στην επαρχία, δεν επέτρεπαν τη σύναψη σεξουαλικών σχέσεων πριν από το γάμο.
Πού και πού βέβαια κάποιος νεαρός χτίστης κατόρθωνε να συνάψει τέτοιες σχέσεις με κάποιο κορίτσι ή κάποια χήρα.
Οι σχέσεις αυτές κατέληγαν συνήθως στο γάμο.
Πολλές φορές οι μεστωμένοι νέοι του μπουλουκιού, που επιδίωκαν τον ερωτικό δεσμό, αντιμετωπίζονταν από το άλλο φύλο περιφρονητικά:

Της λυγερής γειτόνισσας 
εγύρεψα τα χείλη
κ εκείνη μου είπε μια βρισιά: 
Χάσου ρε λασποκοίλη.

Η κουραστική εργασία, η κακή σίτιση, η διαμονή σε ανθυγιεινά οικήματα, οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο ήταν παράγοντες που υπονόμευαν τη ζωή των χτιστών.
Ανασφάλιστοι, χωρίς γιατρούς και φάρμακα και μακριά από τους δικούς τους, αντιμετώπιζαν τις ασθένειες με πρωτόγονα μέσα.
Μερικοί έμεναν ανάπηροι από τα ατυχήματα που γίνονταν στις οικοδομές.
Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που μαστόροι άφηναν την τελευταία τους πνοή μακριά από τις οικογένειές τους.
Ένα λακωνικό γράμμα έφτανε τότε στο χωριό για να αναγγείλει το θλιβερό μαντάτο και να διαλύσει όνειρα κι ελπίδες μιας ολόκληρης οικογένειας[20] .
Η βασανιστική αυτή ζωή ανάγκαζε πολλούς νέους του μπουλουκιού να εκπατρίζονται και να παντρεύονται στα ξένα.
Γίνονταν «σώγαμπροι». Οι ντόπιοι τους έλεγαν Λαγκαδινούς, Καλαβρυτινούς, Ρεκουνιώτες, Σολιώτες, ανάλογα με τον τόπο της καταγωγής τους.
Σιγά σιγά συνήθιζαν και οι ίδιοι το καινούριο τους όνομα και τό ’παιρναν οριστικά ως επώνυμο.

Σκληρό και, πολλές φορές, απάνθρωπο ήταν το επάγγελμα του χτίστη.
Εκείνοι που έζησαν τα βάσανα και τις πίκρες του θα πουν απλά:

«Εκείνη η δική μας εποχή, να μη ματαγυρίσει». 

Και ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής θα μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τη ζωή των μαστόρων στα ξένα:
Της μαστοριάς τα βάσανα, 
της ξενιτειάς τα πάθη 
τα είδε ο ήλιος κι έσβησε 
και το φεγγάρι εχάθη.
Τ ακούσανε κ οι θάλασσες
και φούσκωσαν το κύμα: 
στην ξενιτειά, στη μαστοριά, 
είσ’ ό μισός στο μήμα.

«Αγαρηνή τέχνη». Ίσως δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο πετυχημένος όρος για ν’ αποδώσει τόσο περιεκτικά το σκληρό επάγγελμα του χτίστη[21].
«Αγαρηνή τέχνη» και «αγιαδουλειά», δυο αυθεντικοί μαστορικοί όροι που αποδίδουν τις δυο όψεις της ζωής των χτιστών.
Η «αγιαδουλειά» που εξασφαλίζει την επιβίωση περιέχει την «αγαρηνή τέχνη».
Χωρίς τη δεύτερη δεν μπορεί να υπάρξει η πρώτη.
Η «ευτυχισμένη ζωή», που ονειρευόταν το υποψήφιο μαστορόπουλο, και η καταξίωσή του στη συνείδηση της κοινωνίας του χωριού του, προϋποθέτουν την άσκηση της «αγαρηνής τέχνης».

Η όποια προκοπή στο δύσκολο αυτό επάγγελμα συναρτάται αναγκαστικά με τη στέρηση, την κούραση, το «τρανό λασποκοίλι, το ζαλίκι με τ’ αγκωνάρια και τα παραγκώνια, το πηλοφόρι, την ξενιτειά και το κακοτύχιασμα»,
ή, όπως πιο περιεκτικά τό ’λεγαν οι καλαβρυτινοί μαστόροι, με το «θα περάσεις από το τεζάχι για να γίνει μάστορης».




************************
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]. Και κατά τον ψαλμό ργ' 23 η εργάσιμη ημέρα διαρκούσε από την ανατολή ώς τη δύση του ηλίου: «Ανέτειλεν ο ήλιος και... εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας». Πρβλ. τη λαϊκή παροιμία: «Κάτσε ήλιο, κατσ’ εργάτη».

[2]. «Τας ώρας εργασίας δεν εκανόνιζε τότε το οκτάωρον ή επτάωρον, αλλά το φως της ημέρας, παρατεινομένας κατά τον χειμώνα ιδίως πολύ πέραν της δύσεως του ηλίου και με έναρξιν πολύ προ της ανατολής (...). Αι δώδεκα και δεκατέσσαρες ώραι εργασίας της ημέρας δεν εθεωρούντο περιέχουσαι υπερωρίας με ιδιαιτέραν αμοιβήν, αλλ’ ήσαν κανονική εργασία» (Β.
Βετσόπουλος, Τα ήθη κ α ι τα έθιμα τον χωριού μου Πυρσόγιαννη Ηπείρου
(1970) στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, χφ. 3480, σ. 1415).
Το ίδιο σχεδόν ωράριο, εργασίας είχαν, κατά την πρώτη δεκαετία του
αιώνα μας, και οι εργαζόμενοι στα μεγάλα αστικά κέντρα (Γιάννης Κορδά-
τος, Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Αθήνα 21956, σ. 207 κε).
Πρβλ. και το γνωστό εργατικό δημοτικό τραγούδι:
Ήλιε μου τ ι π ’ αλλάργησες, δεν πας να βασιλέψεις,
σε καταριέτ η αργατιά κ οι ξενοδουλευτάδες.
Σε ορισμένες περιοχές τα μεροκάματα ήταν μεγαλύτερα το καλοκαίρι, που
η ημέρα είναι μεγαλύτερη. Σε «πρακτικό προεστώτων και γερόντων της
χώρας Ναξίας» (1783) αναφέρεται ότι «οι υπουργοί όπου δουλεύουσιν να
πέρνουσι τον καιρόν του χειμώνος προς παράδες 6 και τον καιρόν του καλοκαιριού
προς παράδες 7» (Δ. Γκίνης, Περίγραμμα ιστορίας τον μεταβυζαντινού
δικαίου, σ. 222, αριθ. 467).

[3]. Συνήθως όλα τα ζώα τα πήγαινε για πότισμα ένα από τα μαστορόπουλα.
Κάποτε τα πήγε ο Λώλος (λαγκαδινό μαστορόπουλο). Κάθε φορά
που γινόταν λόγος για το «ποιός θα ποτίσει τα ζα», η απάντηση ερχόταν
από όλα τα μαστορόπουλα κοφτή: «Ο Λώλος ξέρει τη βρύση». 'Εβρισκαν
πρόφαση ότι δεν ήξεραν τάχα τη βρύση και μια και την ήξερε ο Λώλος, αυτός
έπρεπε να πηγαίνει να ποτίζει τα ζώα. Αλλά ο Λώλος δεν ήταν τόσο
κουτός όσο τον νόμιζαν. Μια μέρα, αφού πότισε τα ζώα, δεν επέστρεψε στο
μπουλούκι αλλά κάθησε στη βρύση και έβαλε τις φωνές και τα κλάματα.
Αμέσως μαστόροι και μαστορόπουλα έτρεξαν στη βρύση για να δουν τι έπα-
θε ο Λώλος. Μόλις έφτασαν τον ρώτησαν τι έπαθε. Και κείνος, δείχνοντάς
τους τη βρύση, τους απάντησε: «Να η βρύση που δεν ξέρατε»!

[4]. Κλοπή μαστορικού ζώου αναφέρεται στα χρόνια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας (Οι παραδοσιακοί χτίστες, σ. 169-170). Στα νεότερα χρόνια μεγάλοι «αλογοσούρτες» ήταν, όπως διηγούνται οι μαστόροι, οι Ηλείοι.

[5]. Το Σάββατο, που ήταν η τελευταία εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας, έλεγαν τον «"ύμνο του Σαββάτου”: Σαββάτο νά ’ναι μάστορη κι ας είναι ’ξήντα ώρες» (Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 14).

[6]. Π. Σινόπουλος, «Λαγκαδινά ανέκδοτα», εφ. Ηχώ των Λαγκαδιών (10 Οκτωβρίου 1961).

[7]. Ζιόμπολα (σόμπολα για τους Κλουκινοχωρίτες) είναι οι μικρές πέτρες πού χρησιμοποιούνται στο χτίσιμο. Χωρίς αυτές δεν στέκονται καλά οι μεγάλες πέτρες. «Ουδέ γαρ άνευ σμικρών τους μεγάλους, φασίν οι λίθολόγοι, λίθους ευ κείσθαι» (Πλάτων, Νόμοι, X. 902ε). Οι Λαγκαδινοί λένε:
— Για δεν πέφτεις αγκωνάρι;
— Δεν μ’ αφήνει το τσιτάδι.

[8]. Για την έννοια της φράσης βλ. πιο πάνω κεφ. Γ'. Τις ίδιες παρατηρήσεις έκαναν και οι κονιτσιώτες χτίστες στα μαστορόπουλα (βλ. Γ. Γκατ- ζουγιάννη, ό.π., σ. 55).

[9]. Εφ. Νέα Γορτυνία (6 Μαρτίου 1973).

[10]. Τη νύχτα που έκανε κρύο, τα μαστορόπουλα, πού φύλαγαν στο βουνό τα ζώα, έπαιρναν ένα σάισμα ραμμένο σε τρεις πλευρές και χωνόντουσαν μέσα για να μην κρυώνουν. Το σάισμα αυτό τό ’λεγαν φάκελο (εφ. Νέα Γορ- τυνία, φ. της 20 Αυγούστου 1974).

[11]. Θ. Τρουπής, ό.π., σ. 18:
Αστράφτει στο Κατάκωλο,
βαρεί στο Λαζαραίικο,
ρε τι κακό ποπάθατε
μαστοροπουλια φέτο.
Στασιό δεν έχει πουθενά,
τα βαριολόσταρα στα ζα,
πάρτε στα χέρια σας ραβδί,
γιατί μας πήρε η αυγή.

[12].Αναφέρεται πως πριν από την Επανάσταση του 1821, στα Κοντο- βούνια της Τριφυλίας «είχε το βασίλειό του ο ληστής Θανασιός, από το Παλούμπα της Γορτυνίας». Ο ληστής αυτός «παραμόνευε, έπεφτε πάνω στο μπουλούκι (των λαγκαδινών χτιστών) και τους ξάφριζε τους κόπους». Και άλλοι ληστές «γδέρνανε τους μαστόρους, και αυτοί για να γλυτώσουν τα βάσανα βάνανε τα λεφτά μέσα στα σαμάρια των γαϊδουριών. Κι άμα το μάθανε κι αυτό οι ληστές, βρήκαν (οι μαστόροι) το πιο μυστικό και σίγουρο... χρηματοκιβώτιο: τ’ αυτιά των γαϊδουριών. Βάζανε μέσα τα λεφτά και τα στουμπώνανε με σφιχτό χορτάρι» (Διήγηση του λαγκαδινού χτίστη Γιώργου Τσότρα, καταγραφή Χρ. Γ. Νικήτα-Στρατολάτη, εφ. Νέα Γορτυνία, φ. της 21 Μαΐου 1974). Τα ίδια πάθαιναν από τους ληστές και οι στεμνιτσιώτες τεχνίτες (βλ. Νάσιου Συναδινού, Οι τεχνίτες της Στεμνίτσας, σ. 35-37).

[13]. Παράνομη φορολογία επέβαλε λ.χ. ο πολιτάρχης Κρανιδίου σε βάρος τριών καλαβρυτινών μαστόρων κατά το 1825 (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπόννησον, σ. 158-159).


[14]. Το 1829 ένα μπουλούκι καλαβρυτινών μαστόρων έφτιαξε στον Μυ- στρά ένα σπίτι. Ο ιδιοκτήτης «βιασθείς να καθήση μέσα, έκοψε τα καλού- πια παράκαιρα και ο θόλος μη ων έτι συνεσφιγμένος καλά, εκρημνίσθη». Ο ιδιοκτήτης όμως εθεώρησε υπευθύνους τους μαστόρους για το γκρέμισμα του θόλου και συνέλαβε τον χτίστη Γιαννάκη Σολιώτη —οι άλλοι είχαν φύγει— και για να τον αναγκάσει να ξαναφτιάξει τον γκρεμισμένο θόλο, του πήρε με τη βία 140 γρόσια, τα εργαλεία του, το μουλάρι του και κράτησε τα δυο παιδιά του ομήρους (ό.π., σ. 176-177).

[15]. «Κολοκύθια μας τάισες», ψιθύριζαν, «κολοκύθια σπίτι θα σοο φτιάξουμε» (ό.π., σ. 56).

[16]. Σε τέσσερα χωριά της Τριφυλίας λ.χ., οι Λαγκαδινοί είχαν επισημά- νει ότι τα «αφεντικά» ήταν άνθρωποι τσιγκούνηδες. Και σε αυτά τα χωριά το pot (= λαδικό) δεν είχε... ροή. Για να εκφράσουν οι μαστόροι την τσιγκουνιά των κατοίκων των παραπάνω χωριών έλεγαν:
Ραφτόπουλο και Ντάρα Κλώνι και Λευτεκάδα το ροί δε βγάνει στάλα!
(εφ. Νέα Γορτυνία, φ. της 20 Μαρτίου 1975, σ. 2).

[17]. Η αποταμίευση και το λιτοδίαιτο ήταν βασικές αρχές των μαστόρων, κυρίως των Λαγκαδινών, που για το λόγο αυτόν τους θεωρούσαν τσιγκούνηδες. Ο Εμμ. Ρέπουλης σημειώνει (Αρκαδική Επετηρίς (1903), σ. 35) ότι όταν οι λαγκαδινοί χτίστες αναχωρούσαν από το χωριό τους για δουλειά, άφηναν στις οικογένειές τους «το σιτάρι τους, ολίγον κρασί, ολίγα κρεμμύδια, ολίγα όσπρια και 2, το πολύ 3 τάλληρα, ευρίσκοντες τουλάχιστον το εν όταν επιστρέφουν!». Οι μεγάλοι επέπλητταν τους νεότερους, όταν οι τελευταίοι σπαταλούσαν τις πενιχρές τους οικονομίες. Κάποτε που ένας λαγκαδινός μάστορης πληροφορήθηκε ότι τα παιδιά του, που δούλευαν στη Βουρλιά της Λακωνίας, σπαταλούσαν άσκοπα το προϊόν του μόχθου τους
Γράμμα κάθεται και φτιάχνει
μεσ' την πόρτα τον Αγιάννη
να το στείλει στη Βουρλιά
στα παιδιά του τα κουτά.
Αλεύρια χρειώνται τα χαζά
και ταίζουν τα σκυλιά.

[18]. Εννοείται ότι αδικούσαν κυρίως τα μαστορόπουλα που κατάγονταν από ξένα χωριά. Για τους ηπειρώτες χτίστες βλ. Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 9: «Έπαιρνε ο πρωτομάστορας την ελιά και τη χώριζε στα δύο. Δεν ματάειδα τέτοιο πράμα!».

[19]. Χρ. Γ. Νικήτας, «Οι Λαγκαδινοί μαστόροι κατά την επανάστασιν του 1821», Γορτννιακόν Ημερολόγιον, Γ' (1948), σ. 23" πρβλ. Ν. Α. Βέη στην Αρμονία, 1 (1902), σ. 94· Α. Στεφάνου, Λαογραφικά Κερασιάς (Αρβανιτο- κερααιάς) Αρκαδίας, Αθήνα 1966, σ. 21. Ο Ν. Λάσκαρης (Μνημεία της Λά- στας, σ. 188) αποδίδει τη φράση στους Τριπολιτσιώτες. Εννοείται ότι όταν τη διατροφή του μπουλουκιού αναλάμβανε ο εργοδότης, τα μαστορόπουλα έτρωγαν πολύ. Κάποτε —λέει το ανέκδοτο— μια κυρά είπε στα μαστορόπουλα ότι έτρωγαν πολύ. Εκείνα απάντησαν ότι είναι παλικάρια «από τα ψηλά βουνά» και πρέπει να τρώνε πολύ. Όταν όμως τους παρατήρησε ότι δεν δούλευαν πολύ, αυτά προφασίστηκαν αδυναμία: «δεν μπορούμε τα κακομοίρα, δεν μπορούμε». Για το φαΐ ήταν από τα ψηλά βουνά, για τη δουλειά ήταν από τον... κατακαημένο Μόριά (Μαθητικοί Παλμοί, εφ. του Γυμνασίου Λαγκαδίων, Απρίλιος 1959, σ. 14).


[20]. Για να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους αυτούς οι λαγκαδινοί χτίστες ίδρυσαν το 1934 επαγγελματικό σωματείο με σκοπούς α) την εξεύρεση εργασίας στα μέλη του β) την αλληλοβοήθεια των μελών του σε περιπτώσεις ατυχήματος, ασθένειας και θανάτου, γ) την προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων και την πνευματική ανάπτυξη των μελών του και δ) την επίλυση «συμβιβαστικώς των εργατικών, ιδιωτικών και δικαστικών υποθέσεων των μελών αυτού» (Καταστατικό του σωματείου Λαγκαδινών κτιστών, άρθρο 2).

[21]. Ο όρος δεν αποτελεί λόγιο κατασκεύασμα, αλλά ανήκει στον πρωτομάστορα από το Περδικονέρι (Κατσουλιά) της Γορτυνίας Δημ. Μουστόγιαννη (Μοραϊτίνη):
«Από 13 χρονών παιδάκι έφυγα από το Ελληνικό Σχολείο Τροπαίων και η τύχη μου με εδίκασε να μπλέξω σε αυτήν την αγαρηνή λεγάμενη τέχνη» (Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπόννησου, σ. 30).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου