Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Άμα θέλει ο Θεός!..

Τι να είναι και τούτο, μετά από τόσα χρόνια;...
Μου σκουντάνε, με τσιγκλάνε, με κάτι το μυαλό, σαν με την βουκέντρα και σαν να μου ξυπνάνε τις μνήμες..... 
Τότε και μένα η συχωρεμένη η μάνα μου με έστειλε στα έντεκα μου να βοσκήσουν, δύο γίδες και ένα μουλάρι.
Ήταν τέλος του Μάρτη,αρχάς του Απρίλη...
Που λέτε, πως με έστειλε;…
Στα αμπέλια.... στη σκάλα...
Στο κίνδυνο τον μεγάλο...
Πήγα αμόλησα τις γίδες στο πλάι να βοσκήσουν και όλη την ώρα εγώ ήμουνα καβάλα στο μουλάρι.
Εκείνο έβοσκε και εγώ έπαιζα,καβαλαρία και άλλη έγνοια από το παιγνίδι, δεν είχα καμία...

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Τα τότε... τα παλιά... τα ωραία!...


Γάμος μεγάλος, γλέντι τρικούβερτο έγινε στο χωριό.
Τσαχπίνης, ζωηρός ήταν ο γαμπρός, πανέμορφη, ανθηρή ήταν η νύφη.
Όμως, η νύφη, η τσουπίτσα (1) ήταν ορφανή και από μάνα και από πατέρα.
Ήταν και η φτώχεια στο σπιτικό της μεγάλη. Είχε όμως και μια στρίγκλα, κακιά μητριά, που τέτοια, δεν υπήρχε στον κόσμο άλλη...
Η τσούπα είχε περίσσια λεβεντιά και χάρη, καλόγνωμη ψυχή, καρδιά μεγάλη!...
Που τη θαυμάζανε όλοι, οι άλλοι...
Ήταν που της άξιζε, της έπρεπε για να μπει σε σπίτι, σε κονάκι, καλόγνωμο, γνωστικό, προκοπή για νάχει...
Όλοι οι συγγενείς της την είχανε, για του σογιού καμάρι, σε ομορφιά, φιλότιμο, αξιοσύνη, περπατησιά είχε με χάρη....
Μα πιότερο την αγάπαγαν οι συγγενείς από της μάνας της το σόι...
Της άξιζε η αγάπη τους, ήταν η τσούπα γλυκομίλητη, καλόγνωμη. με καλοσύνη.
Το όχι ποτέ τα χείλη δεν έλεγαν, ήταν πάντα πρόθυμη, είχε επάνω της το κάτι...
Ήταν με προκοπή γεμάτη!...

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Της ξενητειάς η ντρίτσα

Δύο ξαδέρφια ήσαν σε μια γειτονιά στο χωριό, καλά, όμορφα, έξυπνα και αγαπημένα, ο Παρασκευάς και ο Λάμπης. 
Μαζί μεγαλώσανε και τα δυο, τρώγοντας με το ένα το ξύλινο κουτάλι, όπως οι περισσότεροι τότε στο χωριό,  στη ίδια σουπιέρα,στο ίδιο το σαγάνι, τα λάχανα, τον τραχανά, την βραστογαλιά, τις φακές, την φασολάδα, τα ρεβίθια.
Και οι κουταλιές ήσαν ίσιες- ίσιες και δίκαιες, όπως λέγανε και τις μετράγανε, μία σου και μία μου, όπως έπρεπε, για να μη γίνει αδικία, να μη ρίξει, ο ένας, τον άλλον….
Μαζί πηγαίνανε στο σχολειό στην ίδια τάξη, στην ίδια φυλλάδα διαβάζανε τα γράμματα να μάθουν. Δεν είχανε φυλλάδα, δεν είχανε τα έχοντα, να αγοράσουν οι δυό τους, δύο φυλλάδες, είχαν περίσσια φτώχεια, αντάμα και στα παιχνίδια. 


Μαζί φτιάγνανε από το μέλεγο τις  καλές τις σφεντόνες τους και σκοτώνανε τα πουλιά. Όμως  με την δεξιοτεχνία τους  αυτή ήσαν άριστοι  και στο σημάδι. Και με τις σφεντόνες  τους στραβώνανε όλες τις  γάτες, όταν  σουρούπωνε, κοντά το  βράδυ, βράδυ  που τα ματάκια τους στις γάτες λαμπύριζαν και τους ήτανε  για το καλό σημάδι.